Γράφει η Jinxie Jinx
Σε είδα στον ύπνο μου εχθές..
Ήρθε η ψυχή σου και μου μίλησε. Μου είπε όλα αυτά που την ταλαιπωρούν, που την παιδεύουν.
Την άκουγα και για πρώτη φορά ένιωθα ότι ήμασταν τόσο κοντά, σαν να γίναμε ένα. Σαν να με πήρε από το χέρι και να με πήγε στα ανήλιαγα υπόγειά της.
Δεν φοβήθηκα, ούτε στιγμή δεν φοβήθηκα. Ήμασταν μαζί κι αυτό μου έφτανε.
Μετά έφυγε, ξαφνικά την έχασα. Δεν πρόλαβα να της μιλήσω, και είχα τόσα να της πω..
Κρύφτηκε, είμαι σίγουρη ότι κρύφτηκε. Μετάνιωσε που μου έδειξε τα σκοτάδια της. Μπορεί να τη μάλωσες κι εσύ.
Πώς είναι δυνατόν να με αφήνει να την πλησιάσω τόσο; Ξέχασε; Ξέχασε τι έπαθε την τελευταία φορά που άφησε κάποιον να έρθει τόσο κοντά της;
Ξέχασε τον πόνο και τις πληγές; Ακόμη αιμορραγούν, δεν τις βλέπει;
Κι αν εκείνη τις αγνοεί και καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να ανασάνει κάνει του κεφαλιού της, εσύ δεν μπορείς να την αφήσεις έτσι. Πρέπει να την προστατέψεις από την εξωτερική απειλή.
Έτσι έκρυψες την αλήθεια της μέσα στα σκοτάδια της και χάθηκες.. ξανά.
Ξύπνησα με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα.
Χάρηκα που σε είδα, έστω κι έτσι, αλλά και θύμωσα γιατί έφυγες και δεν πρόλαβα να σου πω όλα αυτά που ήθελα.
Να στα πω έστω και στον ύπνο μου, να τα βγάλω από μέσα μου.
Ώρες-ώρες νιώθω να με πνίγουν τόσα ανείπωτα λόγια, τόσες αλήθειες.
Αλήθειες, γιατί αυτές μένουν τελικά. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε τις λέμε, είτε τις καταπίνουμε..