Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Κάπου στην πορεία της ζωής μας (γιατί πορεύεται με ή χωρίς τη συγκατάθεσή μας), μας κουράζουν τα “περίπου”, τα “σχεδόν”, τα “μισά”.
Δεν μας κάνει το ποτήρι το μισογεμάτο, του λείπει το άλλο μισό. Μας λείπει το άλλο μισό.
Μόνο το γεμάτο, το ξέχειλο το ποτήρι είναι για μας γιατί έχουμε διψάσει… Έχουμε διψάσει πολύ.
Κάπου εκεί, η αναμονή να γίνουν τα ημιτελή ολόκληρα, χάνει το νόημά της. Χάνει τον λόγο ύπαρξής της.
Σταγόνα τη σταγόνα να γεμίσει το ποτήρι, λεπτό το λεπτό να θυσιάζεται η ζωή μας στο όνομα της υπομονής, της επιμονής, ακόμη και της εμμονής. Κι ο χρόνος της αναμονής φαντάζει φόρος προστιθέμενης αξίας. Και είναι. Γιατί όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε κάπου, τόση και η αξία που προσθέτουμε σ’εκείνο το “κάπου”. Κι ανάθεμά το κι αν αξίζει ή όχι γιατί στη βράση κολλάει το σίδερο· στη στιγμή. Όχι πέντε χρόνια αργότερα και σε θερμοκρασία δωματίου.
Και περιμένοντας να γεμίσει το ποτήρι να ξεδιψάσουμε, έχουμε διψάσει ήδη διπλά… και τριπλά… κι έχει στεγνώσει το στόμα μας σαν να περπατούσαμε στην έρημο, ακολουθώντας την παραίσθηση μιας όασης μέχρι να μας προδώσουν τα πόδια μας δυο βήματα πριν συναντήσουμε μια κάποια πραγματική.
Κάπου, μετά από πολλές στροφές που οδηγούν σε άγνωστα μέρη ή και σε μέρη που κάτι μας θυμίζουν, παύουμε να έχουμε την όρεξη για εξερευνήσεις πια. Το άγνωστο χάνει τη μαγεία, το μυστήριο, τη γοητεία του γιατί όλα πια κάτι μας θυμίζουν και μόνο έκπληξη δεν φέρνουν. Το αντίθετο μάλιστα, φέρνουν πλήξη. Απογοήτευση. Κούραση.
Όταν ξέρει κανείς τι θέλει, αναγνωρίζει αυτό που δεν θέλει από χιλιόμετρα μακριά.
Όταν θέλει κανείς, λοιπόν, να αράξει σ’ενα λιμάνι που να είναι στ’όνομά του, δεν αρκείται ούτε σε μισθωμένες θέσεις σε μαρίνες, ούτε σε νοικιασμένα λιμάνια, ούτε σε κόλπους ανεξερεύνητων νησιών που καλωσορίζουν τον κάθε εξερευνητή.
Όταν θέλει κανείς έναν άνθρωπο δίπλα του, θέλει αυτό ακριβώς: Έναν. Άνθρωπο. Δίπλα του.
Να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του στο έπακρο των δυνατοτήτων του.
Να νιώθει ο ένας τι χρειάζεται ο άλλος.
Να ανήκει ο ένας στον άλλο αυτοβούλως, όχι με κτητικούς περιορισμούς αλλά επειδή το θέλει.
Να καίγεται ο ένας για τον άλλο.
Να καίγεται από καύλα, να καίγεται από έννοια, να καίγεται από έρωτα…
Να καίγεται όλη η γη και να φαντάζει κλιματιστικό στους 20 βαθμούς μπροστά τους.
Να είναι έρωτας ολοκληρωτικός.
Αλλά… με την προϋπόθεση να μην είναι ένας έρωτας “ή όλα, ή τίποτα”.
Στον διάολο να πάει και το “τίποτα” και το ποτήρι το μισογεμάτο και η αναμονή και η φρούδα ελπίδα της όασης.
Να είναι ένας έρωτας τερματικός σταθμός.
Ένας έρωτας χωρίς επιστροφή… και στον διάολο όλα τ’άλλα τα μισά, τα σχεδόν και τα περίπου.
Τα παιδιαρίσματα είναι για τα παιδιά, όχι για τους Άντρες και τις Γυναίκες.
Ένας έρωτας “ή όλα… ή όλα”._