Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου
«Η ζωή κυλάει νεράκι , κοιτάξτε να απολαύσετε κάθε σταγόνα της.»
Μια από τις ευχές που μας έδωσαν μια μέρα σαν αυτήν έξι χρόνια πριν. Ένας κύριος ήταν γύρω στα ογδόντα, με αγκάλιασε και μου την είπε στο αυτί. Σαν να ήταν το δικό του μυστικό. Σαν να ήταν το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της δικής του ευτυχίας.
Τα μάτια του έλαμπαν και μετέδιδαν αγάπη. Δεν τον ήξερα, ίσως ήταν κάποιος μακρινός συγγενής η κάποιος από τους τόσους καλεσμένους εκείνης της βραδιάς που μοιάζανε άγνωστοι σε μας. Πρώτα παιδιά και των δύο οικογενειών, καταλαβαίνετε. Ο γάμος μας ήταν γεμάτος «υποχρεώσεις γονέων» που εύχονταν στους νεόνυμφους κάπου ανάμεσα στη πίστα και στο νυφικό τραπέζι.
Δεν ξέχασα ποτέ το πρόσωπο ούτε την ευχή αυτού του ανθρώπου. Ήθελα κάθε μέρα της κοινής μας ζωής, κάθε δευτερόλεπτο να είναι γεμάτο γέλιο, αγάπη, ασφάλεια. Κάθε στιγμή να μετράει και να τη ζούμε έντονα και αγκαλιά.
Αν έπρεπε λοιπόν να σας δώσω ένα χαρακτηρισμό για τη σχέση μου με τον άντρα μου , θα ήταν σίγουρα μια μεγάλη αγκαλιά. Μια αγκαλιά σαν εκείνη που μας ένωσε ξανά μετά από πολλά χρόνια. Τον γνώρισα στα 18 μου , ένα μικρό χρονικό διάστημα μείναμε μαζί, αλλά η σχέση μας τελείωσε. Μια επιπολαιότητα ήταν και πέρασε σκεφτόμουν τότε. Που να ήξερα, που να ήξερε και αυτός. Η ζωή είχε άλλα σχέδια για μας.
Τα χρόνια περνούσαν με κάτι τηλεφωνήματα σπάνια αλλά τόσο ευεργετικά και για τους δύο. Εκείνος έκανε μια σχέση , εγώ προσπαθούσα να βρω τον κατάλληλο. Κάποια στιγμή έχασα τα ίχνη του και κείνος τα δικά μου. Η μοίρα όμως τα κανόνισε αλλιώς.
Ακόμα θυμάμαι εκείνη την Κυριακή. Αύγουστος ήταν πάλι. Ένα ποτό με δύο φίλες μου, ένα ποτό με ένα φίλο του. Στο ίδιο μαγαζί. Με κάτι λεπτά διαφορά. Εγώ καθόμουν δίπλα στην έξοδο του μαγαζιού και αυτοί έφευγαν.
Το βλέμμα μου κόλλησε σε κείνους που έβγαιναν έξω σαν να περίμενε κάτι να δει και το δικό του γύρισε προς τα πίσω καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει. Ένα δευτερόλεπτο συναντήθηκαν τα μάτια μας.
Ήταν αρκετό. Ένα βλέμμα και όλα άλλαξαν. Τι ακολούθησε; Μια αγκαλιά, μια μεγάλη σφιχτή αγκαλιά που έκανε όλους τους υπόλοιπους να παγώσουν και μας να ζεστάνουμε τις ψυχές μας για πάντα.
Έξι χρόνια μετά από το γάμο και επτά χρόνια μετά από κείνη την αγκαλιά έχω να σας πω ότι ακόμα τρέμω όπως τότε. Ακόμα τη λαχταράω και ακόμα νιώθω σαν μικρό κοριτσάκι που ψάχνει τη φωλιά του όταν είμαι μέσα της .
Ήταν όμορφα αλλά και δύσκολα αυτά τα χρόνια, με τις γέννες των παιδιών μας να αποτελούν δύο από τις πιο δυνατές μας στιγμές.
Νιώσαμε μικροί και αδύναμοι μπροστά στο θαύμα της φύσης αλλά ταυτόχρονα ενώθηκαν τα χέρια μας σαν γροθιά για μια ζωή. Δεν είμαστε μόνοι μας πλέον, έχουμε να μεγαλώσουμε δύο ανθρώπους, δύο μοναδικά και τόσο δικά μας πλάσματα.
Πιστέψαμε ο ένας στον άλλο και σε κάθε στραβοπάτημα , ο ένας από τους δύο γινόταν μαξιλάρι για τον άλλον. Διαφωνούμε σε πολλά , μαλώνουμε έντονα, χτυπήσαμε την πόρτα και φύγαμε και οι δύο πολλές φορές.
Μια μαγική δύναμη όμως, σαν αυτή της φουρτουνιασμένης θάλασσας, μας ξέβραζε μαζί στη στεριά. Έτσι τον θυμό και την απελπισία, τον ρουφούσε και πάλι η αγάπη και η αλληλοκατανόηση.
Σ’ αγαπώ και σε ευχαριστώ για όλους τους δαίμονες που διώξαμε μαζί , για όλα τα δηλητήρια που κλείσαμε έξω από τη πόρτα του σπιτιού μας και για κείνο το « Νενακι μου» που ακόμα και στη πιο δύσκολη στιγμή όταν το ακούω από σένα, μου μαλακώνει την ψυχή!
Έξι χρόνια μετά , και όλα είναι μια αγκαλιά, πιο μεγάλη από παλιά ( για να χωράμε όλοι) και πιο σφιχτή από ποτέ!
Χρόνια μας πολλά αγάπη μου!