Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ξημέρωσε!
Η ώρα είχε πάει 8 πια, αλλά όλο το βράδυ αυτός στριφογύριζε στο κρεβάτι του, όλο το βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, σχεδόν εκλιπαρούσε μέσα του να μην ξημερώσει αυτή η μέρα, όμως ξημέρωσε γαμώτο.
Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, πήρε έναν καφέ, πορτοφόλι, τσιγάρα και την αγωνιά του, μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε στο νοσοκομείο.
Σήμερα θα έκανε χειρουργείο εκείνη.
“Επέμβαση ρουτίνας”, του είχανε πει, μα αυτός φοβότανε πολύ κι ας μην το έδειχνε, κι ας μην της το ομολόγησε ποτέ για να μην την τρομάξει, ο ψεύτης!
Την ετοίμασε μια νοσοκόμα και με το φορείο την οδήγησαν στα χειρουργεία.
Μπήκε μέσα, κι αυτός εκείνη την στιγμή, θα έδινε τα πάντα για να γινότανε να ξαπλώσει μαζί της στο φορείο, θα έδινε τα πάντα για να είναι διπλά και να της κρατάει το χέρι στην επέμβαση. Παρακαλούσε να έπαιρναν αυτόν μέσα κι όχι εκείνη!
Εκείνη μέσα λοιπόν κι αυτός απ΄ έξω, να σφαδάζει η ψυχή του, μα να μην βγάζει τσιμουδιά, γιατί είναι άντρας τρομάρα του.
Κι η ώρα περνούσε κι όσο περνούσε η ώρα τόσο αυτός βάδιζε μηχανικά στον διάδρομο, χιλιόμετρα ολάκερα κατάπινε, λες κι ήταν μαραθωνοδρόμος. Κι η ώρα περνούσε κι αυτός άδειασε ένα πακέτο από τσιγάρα το ένα πίσω από το άλλο, θαρρείς και ρούφαγε παυσίπονα για να μην πονάει, μα πόναγε αφόρητα!
Και κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινε στην πόρτα του χειρουργείου και κοιτούσε απ΄ το τζαμάκι, λες και θα την έβλεπε να έρχεται προς την έξοδο, κι ας ήξερε πως δεν θα έρθει. Κι οι ώρες περνούσαν και κάθε τικ του ρολογιού χτυπούσε σαν μαχαίρι στην καρδιά του, κάθε λεπτό που περνούσε του φόρτωνε κι από ένα τόνο βάρος στην ψυχή του. Αλλά αυτός εκεί απ΄ έξω, μαζί με όλους τους τόνους του, να πηγαίνει πέρα δώθε ασταμάτητα, ακούραστα κι ας είχαν κοπεί τα πόδια του.
Και κάθε που κάποιος άσχετος έβγαινε από τα χειρουργεία, η καρδία του πήγαινε να σπάσει, η καρδιά του δούλευε σε ξέφρενους ρυθμούς.
Μετά από 4 ώρες επιτέλους βγήκε η αναισθησιολόγος, “όλα πήγαν κατ΄ ευχήν, σε λίγο θα την βγάλουμε”, του είπε, μα αυτό το λίγο ήταν μια ζωή, έτσι του φάνηκε.
Το φορείο με εκείνη πάνω ξεπρόβαλε κάποια στιγμή κι από πίσω ο τραυματιοφορέας που το έσπρωχνε, πετάχτηκε στον αέρα, έτρεξε γρήγορα κοντά της κι άρχισε να βαδίζει διπλά της, μην μπορώντας να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.
Την παρατηρούσε αμίλητος, μετρούσε τις ανάσες της, κοιτούσε τους μορφασμούς και τις εκφράσεις του προσώπου της. Σχεδόν δεν ανέπνεε, άπλα βάδιζε διπλά της και χαμογελούσε ο ψεύτης σαν χαζός, μόνο το χέρι της έπιασε για λίγο και την συνόδευε ως το ασανσέρ.
Στο ασανσέρ δεν μπήκε μέσα, κι όταν πια έκλεισε η πόρτα κι άρχισε να ανεβαίνει, ξέσπασε!
Κατέβασε τα μαύρα του γυαλιά στα ματιά κι όλοι οι τόνοι που κουβαλούσε τόσες ώρες εκεί απ΄ έξω, τώρα έγιναν καταιγίδα και βουβός λυγμός.
Κατέβηκε και βγήκε έξω για να λυθεί ο κόμπος που τον έπνιγε στον λαιμό, μπήκε στο αυτοκίνητο του κι έκλεγε σαν μωρό παιδί, άδειαζε όλη την αγωνιά του μέσα από τα δάκρυα του, ξέσπασε…
Και τότε ήταν που έδωσε έναν όρκο στον εαυτό του. Ορκίστηκε, πως για όσο θα ορίζει αυτός την μοίρα, να μην την αφήσει ποτέ του. Ορκίστηκε στον εαυτό του, πως θα είναι πάντα δίπλα της και θα της κρατάει το χέρι σε κάθε ανηφόρα της. Ορκίστηκε πως όλες τις ανηφόρες θα τις ανέβει μαζί της, ακόμη κι αν πρέπει να σπάσει η καρδιά του, για εκείνη θα το έκανε με κάθε τίμημα και κάθε κόστος.
Το ορκίστηκε, πως για όσο αυτή θα του το επέτρεπε, για όσο αυτή θα τον χρειάζοταν, να μην την αφήσει ποτέ του μόνη της, ακόμη κι αν πρέπει ο ίδιος να πεθάνει εκατό φορές.
Εκείνο το πρωινό κατάλαβε με τον πιο δυνατό τρόπο ποσό πολύ την αγαπάει, ποσό απαραίτητη του είναι και πόσο φοβάται να μην του πάθει τίποτα. Κι ορκίστηκε!
Έφταιξε λίγο τα μαλλιά του, έριξε νερό στο πρόσωπο του, μάζεψε όλο το κουράγιο του κι ανέβηκε στον θάλαμο.
Πήγε και έκατσε δίπλα της, χαμογελούσε, την χάιδεψε τρυφερά, μα για τον όρκο του δεν της είπε ποτέ τίποτα!
Ήταν δικός του αυτός ο όρκος και τον κράτησε σαν μυστικό επτασφράγιστο μονάχα για τον εαυτό του.
Ήταν ο δικός του όρκος κι αυτός είχε μάθει να τους κρατάει τους όρκους του…