Αθωότητα ήταν τ’όνομά της και μου έμαθε να χαμογελώ
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Μια γραμμούλα πρωινού φωτός, λίγο λοξή και διάχυτη, θρέφει το πρόσωπό της.
Μόλις έχει ξημερώσει..
Κάνει μια κίνηση με το ένα της χέρι και πετάει το μαξιλάρι στο πάτωμα.
Έπειτα έρχεται και “κουμπώνει” τα χέρια της επάνω στο μπράτσο μου.
Η αγκαλιά της γινόταν όλο και πιο σφιχτή.
Σαν κάτι να φοβόταν.
Σαν κάπου να ήθελε να κρυφτεί.
Και διάλεξε την αγκαλιά μου.
Τι τεράστια ευθύνη Θεέ μου..
Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που γλιστρούσε βαθιά στ’όνειρό της.
Τι ονειρευόταν άραγε;
Υπήρχα, έστω σε μια γωνίτσα, μες τ’ονειρό της; Υπήρχα;
Η ανάσα της έκαιγε.
Αόρατα σημάδια άρχισαν να με κυκλώνουν από κείνη τη λάβα που εξερχόταν από το κέντρο της ύπαρξής της.
Τα μαλλιά της.. απειλητικά άρχισαν να κινούνται κατά πάνω μου,
καλύπτοντας όλο και μεγαλύτερο μέρος του γυμνού κορμιού μου.
Έμοιαζαν πελώρια φυλακή καθώς με πλησίαζαν, τα μαλλιά της!
Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ-πολύ καιρό, που ένιωθα να θέλω σαν τρελός να φυλακιστώ σ’ένα δάσος σαν εκείνο. Τόσες μυρωδιές..
Άνοιξε τα μάτια της προς στιγμήν και χάθηκα στα μεθυστικά τους μονοπάτια.
Γεμάτα φως και όρεξη για ζωή, τα μάτια της!
Γεμάτα ελπίδα για το αύριο.
Τα χείλη της άρχισαν να στάζουν φιλιά στο κορμί μου.
Έσβηνα, έσβηνα όλο και περισσότερο..
Και λίγο πριν χαθώ, μου ψιθύρισε.. «Μη φύγεις..»
«Αθωότητα» ήταν τ’όνομά της και μου υποσχέθηκε πως θα με μάθαινε να χαμογελάω..