Γράφει η Γεώρα
Ξέρεις, αν ήξερα πως εκείνη η στιγμή θα ήταν η τελευταία μας, θα σου έλεγα πόσο πολύ σε θέλω, πως με πειράζει που δεν μπορείς αλλά σέβομαι την ειλικρίνειά σου γιατί εγώ στην ζήτησα κι ας μην πάλεψες με τον φοβισμένο ή καλύτερα βολεμένο εαυτό σου σε συνθήκες δίχως ευθύνες και στιγμές χαρισματικά εκτονωτικές.
Και όσο περνάει ο καιρός και το συνειδητοποιώ , όσο ο πόνος παίρνει την μορφή μου, όσο λυγίζω σε κάθε ανάμνηση αγγίγματος, όσο παλεύω να με κρατήσω όρθια από τις σκέψεις που με πυροβολούν δίχως έλεος, όσο τα γιατί κάνουν τα νεύρα μου κρόσσια, όσο θέλω να έρθω και να σου φωνάξω «δειλέ!» και να σου χρεώσω κάθε στιγμή, σωπαίνω και σκέφτομαι, πως αν ήξερα πως εκείνο το φιλί ήταν το τελευταίο, θα είχα δώσει περισσότερη αξία, θα είχα παγώσει την στιγμή, θα σου έλεγα πως ανατριχιάζει το «είναι» μου στην επαφή.
Θα σου έλεγα με πόνο ψυχής πως μας ορίζουν κάποια πράγματα, πως στα πιο μεγάλα θέλω κάνουμε πίσω γιατί τα άτιμα δεν έρχονται όπως εμείς επιθυμούμε, αλλά με τρόπο πλάγιο και καταστροφικό. Θα σου έλεγα πως αν συνέχιζα θα με μισούσα, δεν θα με άντεχα! Δεν θα με συγχωρούσα!
Αν ήξερα πως τελευταία φορά τα χείλη μου γευόντουσαν την αλμύρα του πάθους σου, αν μπορούσα να τα διαγράψω όλα, κάθε τι τριγύρω μου και τον οποιονδήποτε, αν έπαυα να νοιάζομαι και λευκό χαρτί γινόντουσαν όλα, τότε ναι, αν το μυαλό σώπαινε, μου έδινε δικαίωμα στο λάθος και την επόμενη στιγμή με συγχωρούσα με τρόπο αγγελικά γλυκό, τότε ναι, το σε θέλω, θα ήταν τόσο βροντερό που θα τρόμαζε το «είναι» σου από την ορμή του.
Μα δεν ήξερα. Και ούτε και εσύ. Και βαδίζουμε σε μονοπάτια καλοσχηματισμένα πάνω στα μέτρα μας υποτίθεται, που μας πνίγουν εσωτερικά.
Τόσο εσύ όσο και εγώ βαδίζουμε σε απέραντο κενό με ένα κοινό μυστικό και μιαν αλήθεια πως δεν πιστέψαμε αγάπη μου πως τελείωσαν τα παραμύθια.