Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Πόσα σκαμπίλια θα μου δώσεις ακόμα ρε ζωή. Φτάνει πια. Εξαντλούνται οι δυνάμεις μου. Άσε με να χαρώ μια στάλα. Άσε με να ζήσω και λίγο.
Πόσο ακόμα θα προσποιούμαι τη χαρούμενη. Πόσο ακόμα θα προσποιούμαι τη δυνατή.
Σε βλέπουν όλοι μες το χαμόγελο και τη χαρά και σου λένε “τι ανάγκη έχεις εσύ. Υγεία έχεις, δουλειά έχεις, όλα τα έχεις”. Πού να ήξεραν όμως.
Δεν είμαι ούτε δυνατή, ούτε χαρούμενη πάντα. Απλά δε θέλω να με λυπούνται, δε θέλω να μιζεριάζω. Προτιμώ να με λένε γελοία επειδή θέλω να κάνω τους γύρω μου να γελούν παρά να με περνάνε για κακομοίρα.
Έτσι λοιπόν κάθε πρωί μαζί με τα ρούχα μου φοράω και το χαμόγελό μου, κουκουλώνοντας καθετί που με πονάει. Βγαίνω από το σπίτι και κυκλοφορώ σαν μια ευτυχισμένη και ξέγνοιαστη γυναίκα που δε τη νοιάζει τίποτα.
Το βράδυ όμως όταν γυρνάω σπίτι μόνη βγάζω το χαμόγελό μου και τη χαρωπή γυναίκα από μέσα μου και στέκομαι αντιμέτωπη με τον αληθινό εαυτό μου. Ξαναπέφτω στη σκληρή πραγματικότητα που ξέρω μόνο εγώ. Άλλες φορές με τις ανασφάλειες μου, τους φόβους μου, τα αδιέξοδα του μυαλού μου. Αντιμέτωπη με τόσα και τόσα καθημερινά προβλήματα που δε γνωρίζει κανείς . Αλλά ακόμα κι αν ξέρουν κάποιοι την πραγματικότητα κανείς δε καταλαβαίνει.
Αν δε μπεις στα παπούτσια κάποιου δε μπορείς να καταλάβεις τι νιώθει και τι ζει.
Έτσι λοιπόν κυλά μια καθημερινότητα και ενός οποιουδήποτε ανθρώπου που άλλο δείχνει κι άλλο βιώνει.