Γράφει η Πράξια Αρέστη
Αν μ’ αγαπούσες θα ήθελες κάτι καλύτερο για μένα, για μας.
Θα πιστεύες ότι αξίζω καλύτερα χωρίς να σου υποδείχνω συνεχώς ότι με πληγώνεις.
Χωρίς να σε παρακαλώ και να φωνάζω να σταματήσεις να με πληγώνεις.
Αν μ’ αγαπούσες έστω και λίγο θα με προστάτευες.
Δε θα με έριχνες στους καρχαρίες για να με φάνε, μόνο και μόνο για να γουστάρεις από τη φάση.
Αν μ’ αγαπούσες θα έμενες πάντα. Όσο δύσκολα κι αν γίνονταν τα πράγματα.
Θα συζητούσες μαζί μου αντί να με τιμωρείς και να με δικάζεις. Αντί να με γεμίζεις με ενοχές και να με βγάζεις τρελή και ηλίθια.
Αν μ’ αγαπούσες θα απαντούσες πάντα. Γιατί αυτό είναι το αυτονόητο όταν θέλουμε να έχουμε έναν άνθρωπο στη ζωή μας.
Αν με ήθελες, θα το θεωρούσες φυσιολογικό να έρχονται κοντά τα κορμιά μας και θα σου έβγαινε αβίαστα το να με αγκαλιάζεις και να με φιλάς.
Αν μ΄αγαπούσες θα σκεφτόσουν λίγο και πώς νιώθω εγώ και δε θα ήθελες με κάθε τρόπο να γίνει το δικό σου.
Αν μ’ αγαπούσες θα καταλάβαινες. Θα δεχόσουν και το όχι. Θα με πίστευες. Θα με άκουγες. Θα είχες πιο πολλή υπομονή, θα έβαζες τον εαυτό σου στη θέση μου, θα έλεγες συγνώμη όταν είχες άδικο.
Aν μ΄αγαπούσες θα το έδειχνες σε κάθε ευκαιρία αντί να με διώχνεις με κάθε ευκαιρία. Και θα το ένιωθα και θα σου είχα εμπιστοσύνη και θα ένιωθα ασφαλής.
Αν μ’ αγαπούσες όλα θα ήταν πιο εύκολα μεταξύ μας και κανείς δε θα πληγωνόταν.
Θα ήσουν φίλος και όχι ένας ξένος επισκέπτης.
Αν μ’ αγαπούσες θα έβλεπες την καλή μου πλευρά και θα πίστευες στην αγάπη μου και τις καλές μου προθέσεις.
Αν μ’ αγαπούσες θα συζητούσαμε για το μέλλον και πώς θα μπορούμε ίσως μια μέρα να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί.
Θα μοιραζόμασταν σκέψεις και όνειρα και τη νυχτερινή μοναξιά.
Αν μ’ αγαπούσες θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο!