Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Είσαι το πρωτάκι μου και τα βουρκωμένα μάτια σου με κάνουν να σου λέω λέξεις «μαμαδίστικες» κι ανούσιες.
Σαν να μην θυμάμαι τον εαυτό μου χρόνια πριν σε ανάλογη θέση.
Και μετά, πάνω από ένα παγωτό φράουλα, μου μιλάς και σε ακούω.
Μου μιλάς για το καινούριο σχολείο που σου φάνηκε μεγάλο και σε τρόμαξε. Δε σου άρεσε ο «αγιασμός» κι εγώ κρυφογελάω.
Ούτε εμένα μου άρεσε ποτέ κι ευτυχώς είχα ανεκτικούς γονείς γιατί στους περισσότερους δεν πάτησα ποτέ.
Κάνεις μια παύση, από εκείνες που ξέρω πως σημαίνουν πως τώρα θα μου πεις κάτι από την ψυχή σου και μου μιλάς για τους φόβους και εκείνα που θες.
Και στο τέλος με ρωτάς, «εσύ τι θες μαμά;»
Όταν μεγαλώσεις θα μάθεις να μην ρωτάς ποτέ μια γυναίκα τι θέλει, σπάνια ξέρει να σου πει. Όμως το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό μου είναι και το ανέφικτο.
Θέλω να μη μεγαλώσεις.
Κι αφού αυτό δεν γίνεται, θέλω να μην ξεχνάς το παιδί μέσα σου όσο μεγαλώνεις. Ξέρω πως το τρομάζει ο κόσμος των «μεγάλων» και του αρέσει να κρύβεται στις σκιές της ψυχής σου, να χάνεται μέσα σε αναμνήσεις με βουτιές στην θάλασσα και μαξιλαροπόλεμους. Όμως εσύ δεν πρέπει να το ξεχνάς. Μην το αφήνεις να βολευτεί στην σιγουριά και την ασφάλεια της σκιάς.
Θέλω να γελάς.
Όποτε το νιώθεις. Όχι όταν στο ζητάνε. Όταν το θες εσύ. Όταν το νιώθεις εσύ. Όχι όταν στο επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Θέλω να διαλέξεις συμμάχους.
Εκείνους με τους οποίους θα παίξετε κρυφτό και κυνηγητό. Αμπάριζα και κλέφτες κι αστυνόμους. Εκείνους με τους οποίους θα μαλώσετε και θα τα ξαναβρείτε. Εκείνους που θα χτίσετε μνήμες. Τις αθώες. Τις ανεπεξέργαστες.
Θέλω να μην με ακούς όταν σου βάζω φραγμούς πίσω από υστερικά «πρόσεχε».
Κάνε με τόλμη και θάρρος αυτό που επιθυμεί η καρδούλα σου. Μην με αφήσεις να σου φορέσω βαρίδια και να σε δέσω με αόρατα σκοινιά κοντά μου. Ο κόσμος είναι εκεί έξω. Κι είναι συναρπαστικός. Ανακάλυψέ τον, κι άσε εμένα να συνυπάρχω με τον φόβο και την ανησυχία.
Θέλω να κοιτάς τον ουρανό και να κάνεις όνειρα.
Και να μην σκεφτείς ούτε για μια στιγμή πως τα όνειρα αυτά δεν θα τα ζήσεις!!
Θέλω να σου ζητάω συγγνώμη όταν κάνω λάθη κι εσύ να με συγχωρείς με αυτά τα τεράστια καστανά σου μάτια.
Θέλω να ρωτάς το αναπάντεχο και να αναζητάς το απροσδόκητο. Να μην σου αρκεί η απάντηση στην ερώτηση. Να μην σου αρκεί το μάθημα. Να θες το παρακάτω. Εκεί που ακούς το «ζήσανε όλοι καλά κι εμείς καλύτερα», εσύ να αναρωτιέσαι για το «και μετά…;»
Θέλω να ταξιδέψεις. Να ανοίξεις τα μάτια σου και το μυαλό σου να γεμίσει εικόνες. Εικόνες τόπων και πολιτισμών. Ανθρώπων που θα τους κρίνεις από το χαμόγελο και την ματιά τους κι όχι από το χρώμα και την γλώσσα που μιλάνε.
Θέλω να μάθεις να δίνεις. Κι ας μην σου περισσεύει.
Από αυτό που δεν σου περισσεύει να μοιράζεσαι.
Κι όταν τα βρεις δύσκολα να κλείνεις τα μάτια και να φωνάζεις το παιδί μέσα σου. Εκείνο που δεν θα το χωρέσεις ποτέ σε πρέπει.
Κι άσε εμένα να ανησυχώ για σένα.
Να φοβάμαι για σένα και να σε κοιτώ τις νύχτες να γελάς μέσα στον ύπνο σου και να ταξιδεύεις στα όνειρά σου στην χώρα του Ποτέ – Ποτέ, ανάμεσα σε πειρατές και νεράιδες.
LoveLetters