Γράφει ο Τριστάνος
Και έκρυβα τα όνειρα μου
εκεί στο βάθος της καρδιάς μου.
Ήταν οι κίνδυνοι πολλοί,
άνθρωποι με ψεύτικη στολή!
Ένα παράξενο παιδί που όλο ρωτούσε
στην αγκαλιά του, πως τον κόσμο θα χωρούσε…
γελούσαν όλοι και το κοροϊδεύαν
χρήματα, δόξα και πρεστίζ γυρεύαν!
Στη λάμψη των αστερισμών τα βράδια
διάβαζε λόγια στη σιωπή, σαν του Θεού σημάδια
να συγχωράς, να αγαπάς, βοήθεια να δίνεις
να σέβεσαι και να τιμάς, κανέναν να μην κρίνεις!
Να προστατεύεις τα παιδιά, ζώα και χτυπημένους,
τη μάνα, την πατρίδα σου και τους κατατρεγμένους.
Άνεμο, σφαίρα και φωτιά, δεν πρέπει να φοβάσαι
για φίλους και οικογένεια, στο χώμα να κοιμάσαι!
Να μη ζηλεύεις ομορφιά, τα πλούτη και τα λούσα
απάτη, βία και ψευτιά, πάντα να είναι απούσα
και με στοργή να φέρεσαι, σε όποιον αγαπήσεις,
τα φίδια, τους αχάριστους απέξω να τους κλείσεις!
Ένα παιδί μικρό ήμουνα, όνειρα σε λευκά σεντόνια
έπλεκα συναισθήματα και πέρασαν τα χρόνια.
Όσοι και να προσπάθησαν, ίχνη βρωμιάς ν’ αφήσουν
χείμαρρος έγινα μεμιάς, τραγούδι ελπίδας και χαράς
τα όνειρα που έκανα, δεν μπόρεσαν να σβήσουν!
Ένα μικρό παιδί που ονειρευόταν να πετάξει ήμουν!
Και αυτό το μικρό παιδί δεν άλλαξε ποτέ του!
Να καταφέρουν ήθελαν πολλοί,
να κόψουν τα φτερά του
μα έχασαν, διαλύθηκαν,
στην άδολη καρδιά του!