Γράφει η Luna Punk.
Ξυπνάς…
Βαράς τις αναβολές στο ξυπνητήρι τη μία μετά την άλλη. Ξημέρωσε πάλι.
Νιώθεις το κορμί σου βαρύ κι ασήκωτο.
Φεύγεις απ’ το σπίτι. Στέκεσαι στο σταθμό, στο ίδιο ακριβώς σημείο που στεκόσουν και χθες.
Κοιτάζεις γύρω σου κλεφτά. Ο κόσμος αλλάζει, βουλιάζει φίλε.
Πλοίο ακυβέρνητο χωρίς καπετάνιο, χωρίς κανέναν να θυσιαστεί για σένα..
Τα τρένα έρχονται και φεύγουν γεμάτα μ’ ανθρώπους φαντάσματα..
Σκιές βαριές που σέρνονται, άδεια βλέμματα κολλημένα στο κενό..
Και ‘συ κοιτάς..
Άνθρωποι πέφτουν στις ράγες. Χάνουν τις ζωές τους για ένα τίποτα…
Και ‘συ, στέκεσαι βουβός και παγωμένος και κοιτάς..
Που κοιτάς;
Πες μου ποιά αλήθεια βλέπεις εκεί που κοιτάς.
Πες μου τί είναι αυτό που τόσο καθόλου πια δε σε τρομάζει και μένεις έτσι ανέκφραστος.
Ξέρω…
Η φρίκη είναι απερίγραπτη όταν τη συνηθίζεις..
Ούτε μια κραυγή, ούτε έναν ψίθυρο δεν ξοδεύεις πια.
Απλά στέκεις αμίλητος και κοιτάς…
Κοιτάς μ’ ένα βλέμμα απλανές και σβησμένο τη ζωή που σε προσπερνάει..
Ηλικιωμένοι άνθρωποι περνούν και χάνονται. Φεύγουν μακριά, όσο πιο μακριά μπορούν, να ζήσουν λίγο όσο ακόμα προλαβαίνουν..
Οι νέοι προσπαθούν να μπαλώσουν τα πετσοκομμένα τους φτερά μήπως μπορέσουν κάποια μέρα να τ’ ανοίξουν…
Παιδιά χάνουν τις αθώες τους ψυχές μέσα σε μια ”οργανωμένη” ψηφιακή πραγματικότητα.
Βουλιάζουμε φίλε…
Ο αέρας που αναπνέουμε όσο πάει και λιγοστεύει, όσο πάει και μαυρίζει..
Μια γκρίζα ομίχλη καλύπτει τις καρδιές των ανθρώπων και κανένα ουράνιο τόξο δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα..
Βουλιάζουμε φίλε χωρίς καμία σανίδα σωτηρίας.
Και ‘συ περπατάς σκυφτός με τα δόντια σφιγμένα.
Βουλιάζουμε χωρίς κουράγιο να παλέψουμε πια.
Και ‘συ, πηγαίνεις στην δουλίτσα σου αυτήν που τόσο σιχαίνεσαι.
Εκεί που πληρώνεσαι λιγότερο απ’ όσο κοστίζει ο καφές σου.
Βουλιάζουμε σε μια αέναη άβυσσο.
Και΄σύ, κοιμάσαι και φτού και πάλι απ’την αρχή…
LoveLetters