Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Και με το πέρασμα των καιρών, χαθήκαμε, απομακρυνθήκαμε , αφήσαμε τη ζωή μας να περνάει μέσα από μια οθόνη και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις μέσω αυτής. Κλείσαμε τα θέλω μας στη καθημερινότητα μας και η ζωή περνούσε.
Εθελοτυφλούσαμε στα σήματα που μας έδινε η μοίρα και συνεχίζαμε να κάνουμε τα ίδια λάθη μέχρι που φτάσαμε στο τέλμα!
Πάψαμε πια να μιλάμε με το στόμα και αρκεστήκαμε στις δυο τρεις κινήσεις με νοήματα όταν πια βρισκόμασταν τις λιγοστές φορές στο σπίτι.
Βάλαμε τους εαυτούς μας σε δεύτερη σειρά και χάσαμε τη χαρά της αυτοπεποίθησης κοιτάζοντας μας στον καθρέφτη!
Παλεύαμε με όλους και με όλα προσπαθώντας να ζήσουμε αλλά ξεχάσαμε πώς είναι!
Δουλεύαμε με τις ώρες για δήθεν μεγάλη καριέρα αλλά μαζί με αυτήν τελικά χάσαμε και το μαζί.
Μείναμε μοναχοί κάτω από την ίδια στέγη, άπραγοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Νεκροί στο ίδιο κρεβάτι που κάποτε έσφυζε από ζωή.
Γελούσαμε κάποτε από χαρά, και τώρα χαμογελάμε δήθεν ψεύτικα σα να θέλουμε να κρύψουμε όλα αυτά που μας πληγώνουν.
Καταλήξαμε άδειοι να μετανιώνουμε την ώρα και τη στιγμή που βρεθήκαμε δίπλα δίπλα σε εκείνο το μπαρ στην οδό Βεάκη ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου κάτω από τα χαμηλά φώτα της εισόδου.
Προδώσαμε ό,τι καλό υπήρχε μέσα μας κι το φθείραμε με το χρόνο, λες και δε μπορούσαμε να δώσουμε κάτι παραπάνω.
Είχαμε πολλά ακόμα μέσα μας για μας.
Αλλά βλέπεις οι καιροί αλλάζουν και μαζί με αυτούς και μείς!
Σταματήσαμε τις δεύτερες ευκαιρίες και λέμε αμέσως, τέλος.
Δε κοιταζόμαστε καν στα μάτια όταν μιλάμε και οι φωνές μας δεν ακούγονται λεπτό , απλά χύνονται στον αέρα σα να τις ξέρουμε ήδη.
Μικροί οι άνθρωποι, μεγάλοι οι καιροί. Αναλώσιμοι όπως πάντα, αλλά λίγο πιο ψεύτικοι από ποτέ.
Μας πήρε παραμάζωμα η ζωή και δε κατάλαβα ποτέ πώς γίνεται να χωρίζουν οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ.