Γράφει ο Libertatem ExAnimo
Ό,τι δίνεις παίρνεις μου είχες πει κάποτε. Ανταλλαγή συναισθημάτων και πράξεων γίνεται; σκέφτηκα, με ένα χαμόγελο κοιτώντας σε.
Κάθισα στην άκρη της θάλασσας σε ένα βράχο και αρχίζει η σιωπή μου να της μιλάει. Ξέρω ότι αυτή η γαλάζια ηρεμία ακούει τις σκέψεις μου.
Δεν μπορώ να επιστρέφω συμπεριφορές. Το προσπάθησα όταν ο πόνος ήταν αβάστακτος, το προσπάθησα και όταν η χαρά μου ήταν απεριόριστη όπως ενός παιδιού που συναντάει τους φίλους του. Γιατί πρέπει να εκδικηθώ; Γιατί να δώσω ό,τι μου δίνουν; Πώς θα μπορούσα να αλλάξω;
Βοήθησε με. Την κοιτάω και με κοιτάει και παραμένει ήρεμη, δεν μου απαντάει. Τσαντίστηκα μαζί της και γύρισα το βλέμμα μου αλλού.
Αγριεύει και αυτή μαζί μου και προσπαθεί να με ακουμπήσει. Ξέρει ότι έτσι μπορεί να ξεπλύνει το θυμό μου.
Όπως και να έχει είναι όμορφη.
Συνέχισα να βυθίζομαι στις στιγμές μου, ένιωσα, ένα χάδι. Τα κατάφερε τελικά και με ακούμπησε κι ήταν σαν να ήθελε κάτι να μου δείξει.
Και όμως, ήθελε. Γύρισα το βλέμμα μου και είδα ένα θαλασσοπούλι, πήρε φόρα και βούτηξε σαν πειρατής μέσα της και της πήρε λίγο από αυτήν και ένα κομμάτι ζωής.
Αμέσως πήγε το μυαλό μου στο “ό,τι δίνεις παίρνεις” κι αναρωτήθηκα τι μπορεί να της δώσει ο ιπτάμενος πειρατής.
Και τότε είδα την θάλασσα να μου χαμογελάει.