Γράφει η Blonde Commando
Χθες φόρεσα εκείνο το πουκάμισο που ήταν ίδιο με το δικό σου. Λίγες ώρες μετά σαν από τραγική σύμπτωση είδα τον αριθμό σου στο τηλέφωνό μου, αν και τον έχω σβήσει μήνες τώρα μαζί με τις φωτογραφίες σου. Το σπίτι μου δεν έχει πια το άρωμά σου και όταν χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι, ξέρω ότι δεν είσαι εσύ.
Μία ολόκληρη ζωή στοιβάζεται κάτω από μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες και τις θύμησες των στιγμών μαζί σου. Εκείνο το φόρεμα που μου χάρισες στα γενέθλιά μου. Το αεροδρόμιο που με άφησες πριν φύγω ταξίδι. Η κολώνια σου που δεν μου αποκάλυψες ποτέ ποια είναι. Ο φούρνος από τον οποίο μου έφερνες τσάι και μπισκότα το χειμώνα.
Το τραγούδι μας που παίζει στο YouTube και μου θυμίζει τη μέρα που σου χάρισα εκείνο το πουκάμισο. «Πες αλεύρι. Ο Άγιος Βασίλης σε γυρεύει». Το φόρεσες την επόμενη μέρα για να μου δείξεις πόσο σου άρεσε. Με έβγαζες χαμογελαστές φωτογραφίες στον καναπέ και όταν έβλεπες λουλούδια στο βάζο με ρωτούσες δήθεν αδιάφορα με αυτό το χαρακτηριστικό προπέτασμα ζήλειας ποιος μου τα έστειλε.
Έκανα τόσα όνειρα μαζί σου. Τα βλέπω να με αποχαιρετούν προδομένα σε ένα άδειο διαμέρισμα. Έπαψα να αναζητώ τη φωνή σου στο τηλέφωνο κάθε φορά που είμαι αγχωμένη, τη φωνή σου που ήταν πάντα το αγαπημένο μου ηρεμιστικό. Σταμάτησα να χαμογελάω και να φωτίζεται το πρόσωπό μου όπως μόνο εσύ μπορούσες να πετύχεις. Δεν αγωνιώ για τους καβγάδες μας, δεν αναρωτιέμαι τι κάνεις, δεν λαχταρώ να με αγκαλιάσεις για να μη φοβάμαι, να μην πονάω, να μην κρυώνω.
Περνάω από το αγαπημένο μας στέκι και παγώνω ό,τι απέμεινε μέσα μου για να μη σε θυμάμαι. Δεν είμαι πια το αγαπημένο σου παιχνιδάκι, η ροζ μπαλαρίνα σου, το παιδί που έλεγες ότι δεν θα μεγαλώσει ποτέ, αυτή που σου έφτιαχνε τη μέρα με το γέλιο της και τα μεταξωτά της χάδια. Είμαι πολλά χωρίς εσένα. Πολλά περισσότερα και πολλά λιγότερα. Ο εαυτός μου μου λέει ότι τα καταφέρνω να ζω χωρίς εσένα, ενώ εσύ πίστευες ότι δεν μπορώ.
Όμως η λογική συγκρούεται με το συναίσθημα. Φοράω το πουκάμισό σου και έχει ακόμη μία αίσθηση που δεν μπορώ να ξεριζώσω από μέσα μου. Δεν έχω πια σκοπό της ζωής μου να σε κάνω ευτυχισμένο, όπως μόνο μια γυναίκα που αγαπάει βαθιά μπορεί. Μου λείπει αυτός ο σκοπός. Μου λείπει να δίνεις το ρυθμό. Μου λείπει αυτό το παιχνίδι.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο πια…Όπως κάθε φορά που φεύγει κάποιος που αγάπησες τόσο πολύ. Μένει η υπογραφή της παρουσίας του. Αναρωτιέσαι πώς γίνεται να χωρίζουν οι δρόμοι των ανθρώπων και να αποξενώνονται. Μα πιο πολύ πονάει η συνειδητοποίηση της ματαιότητας: δώσαμε τη μάχη μας για ένα πουκάμισο αδειανό, για έναν Κώστα, έναν Γιάννη, έναν Δημήτρη, έναν Γιώργο, έναν Χρήστο, έναν Αντώνη. Για αυτούς που ερωτευτήκαμε πολύ και έγιναν μια χαρακιά στην ψυχή, ένα όνομα σε έναν κατάλογο με άλλα ονόματα, μία ανάμνηση που μοιάζει να έρχεται από το υπερπέραν, αλλά κυρίως αυτός ο πολύτιμος χρόνος που άπαξ και δοθεί, δεν επιστρέφεται.
Αν μου έφερνες πίσω τη ζωή μου πριν από εσένα, θα ήμουν πρόθυμη να συγχωρήσω όλον αυτόν τον πόνο που μου προκαλείς. Όμως δεν μπορείς…Καίω τις γέφυρες για να μη σε αντιμετωπίσω σαν εχθρό κι ίσως κάποια στιγμή κάψω και εκείνο το πουκάμισό σου.