Για εκείνους τους δασκάλους, που τους χρωστάμε ένα “ευχαριστώ”
Της Σοφίας Παπαηλιάδου.
Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω, χτυπά πισώπλατα ο χρόνος, ηχεί ο Θαλασσινός κι εμένα στο μυαλό μου από το πρωί γυρνάνε δάσκαλοι και θρανία.
Και μυρωδιά από φρεσκοξυσμένα μολύβια και στίχους του Σιδηρόπουλου στο θρανίο μου. Εκείνο το τελευταίο, μισό μισό με το Γρηγόρη.
Παγκόσμια μέρα των Δασκάλων σήμερα, και συνήθως γελάω με αυτές τις μέρες «φόρο τιμής» σε διάφορα πιθανά και απίθανα. Κι όμως αυτή η σημερινή είναι αλλιώς. Θες που το Σάββατο έπεσα πάνω σε μια φιλόλογό μου και η αγκαλιά της ήταν τόσο ζεστή που έφερε μέσα μου όλα τα περασμένα, τα παλιά, θες που η κόρη της είναι 20 κι ο γιος της 18 κι εγώ την θυμάμαι έγκυο… θες που η μέρα σήμερα μου έφερε στο μυαλό χρόνια μαθητικά και στα δικά μου μέτρα, ευτυχισμένα μαθητικά.
Με δασκάλους που έμπαιναν στις αίθουσες και γούσταραν τρελά αυτό που μπήκαν να κάνουν. Οι περισσότεροι, έμπαιναν και μας κοίταγαν. Δεν ήμασταν μια γενική αόριστη εικόνα γι’ αυτούς. Δεν ήμασταν άλλη μια φουρνιά παιδιών που θα περάσει και δεν θα αγγίξει.
Γελάγαμε, μαλώναμε, τα βρίσκαμε, κακιώναμε και πάλι από την αρχή. Δε φοράγαμε φωτοστέφανα, κι εκείνοι δεν ήταν άγιοι. Ήμασταν παιδιά και ήταν άνθρωποι. Μεγαλώσαμε λίγο πολύ μαζί τους. Στιγμάτισαν τις ζωές μας, πολλές φορές και τις επιλογές μας, ακόμα και τις μικρές εμμονές μας.
Ακόμα ανατριχιάζω όταν ακούω να λένε στις μία το μεσημέρι και μέσα μου ακούω την Κοκκίνου να λέει ΣΤΗ ΜΙΑ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ.
Και εμείς δεν τους μετράγαμε ούτε με την ηλικία, ούτε με τις βαρύγδουπες γνώσεις τους. Με την ματιά τους, τους μετράγαμε. Όπως κι εκείνοι. Δεν μας διέκριναν. Ήμασταν σύνολο. Ανομοιόμορφο, δυσλειτουργικό αλλά δεμένο σύνολο.
Και ξέραμε καλά όμως, πως στα ζόρια μας, εκείνα τα πραγματικά τα ζόρια που στην εφηβεία μπορεί να μοιάζουν και με θηλιές, ήταν εκεί.
Κι είχαμε και κάνα δυο άλλους.
Κάνα δυο, που πέρασαν από την ψυχή μας και δεν ακούμπησαν. Δεν άγγιξαν τίποτα. Ούτε τις γνώσεις μας, ούτε την ζωή μας. Κι αυτό γιατί δεν προσπάθησαν να μας πλησιάσουν. Προσπάθησαν να μιμηθούν εκείνους τους «άλλους», μα να ξέρεις, ότι προσπαθήσεις να μιμηθείς, το παιδί θα το καταλάβει πριν κάνεις μισό βήμα. Και θα σε απορρίψει στο αμέσως επόμενο.
Πήραμε μαθήματα ζωής και αφομοιώσαμε γνώσεις.
Κάποια μαθήματα τ’ αγαπήσαμε και κάποια τα αντέξαμε και επιβιώσαμε.
Στο τέλος της μέρας όμως, δεν μισήσαμε το σχολείο. Δεν το είδαμε σαν φυλακή. Δεν ήταν δέσμευση.
Είχα την τύχη και την ευλογία αυτοί οι δάσκαλοι να χαράξουν τις ζωές μας. Να χαράξουν τις στιγμές μας. Να χαράξουν τις επιλογές μας και να είναι οι πρώτοι που σπάσανε τη γυάλα μας.
Μας άφησαν να ζήσουμε. Να δημιουργήσουμε. Να κάνουμε λάθη και να σπάσουμε τα μούτρα μας. Κι αυτό γιατί μοιραστήκαμε εκτός από τα θρανία και κομμάτια της ζωής μας. Από τα πρώτα μας ξενύχτια μέχρι αυστηρά προσωπικές εξομολογήσεις.
Κι εκείνοι δεν μας έκριναν.
Μπορεί να μην χώνεψα ποτέ εκείνη την Παρασκευή που ξεκίναγε με χημεία αλλά θα έδινα πολλά να γυρίσω πίσω και να τα ξανακάνω όλα από την αρχή. Θα έδινα πολλά για μια βδομάδα στο σχολείο. Μια βδομάδα που θα γυρνάγαμε όλοι πίσω. Στα χρόνια τα μαθητικά.. μόνο που στο τέλος, θα ήξερα πως εκτός από «καλή ζωή», χωρίζοντας, τους χρωστάγαμε κι ένα «ευχαριστώ»