Δεν ανήκεις σ’ετούτο τον κόσμο μάτια μου
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη.
Ένα πενιχρό φως κι έξω σκοτάδι.
Έχεις κλείσει την πόρτα, χαζεύεις τις λαίμαργες κηλίδες στο τζάμι του καθιστικού.
Η μια κηλίδα κατασπαράζει την άλλη και τρέχει… Τρέχει γρήγορα και σπάει σε κομμάτια.
Τικ τακ… Τικ τακ…
Ο ήχος του ρολογιού της κουζίνας.
Ανάλαφρος, ρυθμικός, συντονίζει τις σκέψεις σου, τις βάζει σε αρμονία με το ραβδί του μαέστρου.
Αναρωτιέσαι για τον κόσμο γύρω από σένα. Ανήκεις σ’ αυτόν ή σ’ ανήκει;
Κάθε μέρα, από παιδί, έχεις μάθει ν’ ανάβεις φωτιές. Μαζεύεις ξύλα για προσάναμμα ο, τι βρεις και καις…
Καις ανεξέλεγκτα.
Παλιές φωτογραφίες, χαζά χαμόγελα, αναμνηστικά, πρώτες δειλές αφιερώσεις σε χαρτάκια αποδείξεων του καφέ, κουταλάκια παγωτού… Όλα στο έλεος της φωτιάς.
Ακόμα κι εκείνο τ’ αποξηραμένο κόκκινο τριαντάφυλλο στο ψυγείο.
Δεν έχει θέση πια εκεί. Τα φύλλα σκονίστηκαν, έγειραν προς τα κάτω. Το κοραλί περιτύλιγμα έγινε υποτακτικός κύριος της μούχλας. Πέρασε ο καιρός από τότε που το πρόσεχες σε μέρος σκοτεινό και ξηρό.
Ανοίγεις το παράθυρο. Οι φλόγες είναι μακριά.
Δεν τις βλέπεις. Φαντάζεσαι το τοπίο της τρέλας, χάνεσαι. Φαντάζεσαι πως τέλειωσε, γελάς.
Σου μυρίζει τσιγάρο. Στο μαύρο κάγκελο, αποτυπώματα πάνω στη καυτή στάχτη.
Πέρασε η λάμψη, έμεινε η θαμπάδα. Το μαύρο, γκρι γεμάτο πιτσιλιές.
Χαζεύεις το δωμάτιο απέναντι. Μια κυρία ποζάρει στον καθρέφτη.
Χρυσές πέρλες, σε κατάλευκο δέρμα, λάμπουν στο πρώτο βλέμμα του ήλιου εραστή.
Κατακόκκινο κραγιόν, μαύρο μολύβι κάτω από τη σκιά ενός βαθιά υποσχόμενου βλέμματος.
LoveLetters