Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Νοιώθω πάλι ότι σε παρακαλάω και δεν θέλω ειλικρινά κάτι τέτοιο. Άλλωστε κι εσύ δεν μου το ζήτησες ποτέ.
Είμαι θυμωμένη με τον εαυτό μου, γιατί μου δείχνεις καθαρά ότι δεν με θέλεις κι εγώ εκεί επιμένω.
Δεν θα το συνεχίσω όμως, το αποφάσισα.
Θα προσπαθήσω να σε ξεχάσω, γιατί όλο αυτό δεν μου κάνει καθόλου καλό.
Σου έδωσα αρκετά ώστε να με θυμάσαι με καλό τρόπο.
Έχω καλή ψυχούλα μωρέ και δεν μου αξίζει όλο αυτό, γι’ αυτό και είπα να το σταματήσω και να δώσω στον εαυτό μου την πρέπουσα αξία.
Δεν αξίζω τέτοιες συμπεριφορές με τίποτα.
Σ’ έβαλα σ’ έναν θρόνο και δεν σε κατέβασα ποτέ μου.
Ίσως ήρθε η ώρα να σε εκθρονίσω και να συνεχίσω την ζωή μου ήρεμη πια.
Γιατί εδώ και δύο χρόνια μόνο ηρεμία δεν έχω.
Κι εγώ μεγάλωσα και δεν θέλω τις εντάσεις, δεν θέλω τις αψιμαχίες.
Δεν θέλω μια κρύο και μία ζέστη.
Δεν θέλω μία καλά και τρεις χάλια.
Δεν θέλω κάτι που να θυμίζει πόλεμο κι ας λένε ότι ο έρωτας πόλεμος είναι.
Θέλω να ζω μ’ έναν άνθρωπο που μ’ αγαπάει και με σέβεται.
Κι εσύ δεν έκανες τίποτα απ’ τα δύο, δεν με σεβάστηκες ποτέ σου.
Δεν σεβάστηκες το ότι σ’ αγάπησα πολύ και σου έδωσα τόσα πολλά.
Αλλά είπαμε υπάρχουν άνθρωποι αχάριστοι κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς.
Σου έδωσα ακόμη και κομμάτια απ’ την ψυχή μου κι εσύ τα κομμάτιασες κι αυτά.
Δεν σου αξίζει η αγάπη μου και μου το έδειξες πολύ καθαρά.
Εγώ θα πάρω τα κομμάτια της ψυχής μου και θα τα ενώσω.
Θα την κάνω πάλι καινούρια, αλλά εσύ δεν θα την ξανά αγγίξεις.
Να μάθεις να μην παίζεις με ψυχές, να μην παίζεις με ανθρώπους.
Δυστυχώς δεν άξιζες την δική μου την ψυχή ρε!