Δεν υπάρχει απώλεια που δεν πονάει, όσο η ζωή συνεχίζεται.
Γράφει η Θεανώ Διολή.
Πες μου μια απώλεια που δεν πονάει. Μια που δεν σε κάνει να αισθάνεσαι ότι η καρδιά σου σπάει. Ο πόνος της απώλειας πάντα σε γκρεμίζει.
Υπάρχει όμως μια απώλεια που είναι πιο απώλεια απ’ όλες τις άλλες, που σε διαλύει πιο πολύ από κάθε άλλη. Η απώλεια της μάνας, αυτού του αραχνοΰφαντου συνδετικού ιστού μεταξύ της παιδικότητας και της ενηλικίωσης σου, της ανεμελιάς και της ωριμότητας σου, της γης και του ουρανού σου, της ψυχής και του σώματος σου.
Η απώλεια της μάνας που όταν φεύγει νιώθεις ότι κόβεται βίαια ο αόρατος ομφάλιος λώρος που σε συνδέει μαζί της και σε κάνει να αισθάνεσαι πρώτα πως αιωρείσαι στο απέραντο κενό και ύστερα πως πέφτεις ξαφνικά και απότομα μέσα σε σκοτεινό βυθό με τα μάτια ανοιχτά και χωρίς οξυγόνο.
Μια απώλεια που σε κάνει να νιώθεις μόνος ακόμα και αν έχεις δική σου οικογένεια, ακόμα και αν είσαι με τον έρωτα της ζωής σου, ακόμα κι αν περιτριγυρίζεσαι από ένα σωρό ανθρώπους που σε αγαπούν, που σε προσέχουν. που σε φροντίζουν, που είναι δικοί σου άνθρωποι. Κανείς όμως δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ πιο δικός σου, κανείς δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ πιο μαζί σου από εκείνη.
Η απώλεια της μάνας είναι μια απώλεια που μοιάζει να σου διαγράφει το χρόνο και να σε στέλνει πίσω στο σημείο μηδέν, στο σημείο της εκ νέου γέννησης σου, στο σημείο της εκκίνησης και όχι της επανεκκίνησης σου. Ζωή ξανά, ζωή με απουσία, ζωή στη σκιά της απώλειας, ζωή χωρίς αυτήν που σε έφερε στη ζωή.
Απώλεια που σε καθηλώνει σε μια ανεξήγητη σωματική, πνευματική και ψυχική ακινησία και ενώ η δύναμη της βαρύτητας κρατάει καρφωμένη την ύλη σου στο έδαφος, το μυαλό σου ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε εκείνο το τρυφερό παρελθόν της παιδικής σου ηλικίας, της εφηβείας σου, της πρώτης σου νεότητας και η ψυχή σου γίνεται πεταλούδα και φτερουγίζει ψηλά στον ουρανό ζωγραφίζοντας όλες αυτές τις μνήμες σου στο μαβί του ουρανού, εκεί που τώρα πια είναι και εκείνη.
Και ύστερα σιωπή, να μη μπορείς να αρθρώσεις λέξη, ούτε ένα γράμμα από ολόκληρο το αλφάβητο, καμιά συλλαβή να μη ξεφεύγει έστω και κατά λάθος από τα χείλη σου, σιωπή και βλέμμα άδειο.
Και συνεχίζεις να κάνεις ότι έκανες στην καθημερινότητά σου, να πηγαίνεις στη δουλειά, να φροντίζεις το σπίτι σου, να ψωνίζεις, να μαγειρεύεις να γελάς, να διασκεδάζεις. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει καταρρεύσει γύρω σου, αλλά τίποτα δεν είναι πια στη θέση του. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει αλλά τίποτα δεν είναι πια το ίδιο.
Και η ζωή συνεχίζεται, φυσικά και συνεχίζεται αλλά πάντα με εκείνο το κομμάτι από τη σπασμένη σου καρδιά να λείπει αφήνοντας στη θέση του μια πληγή που όσο και αν βρίσκονται άνθρωποι να στην περιποιηθούν και διέξοδοι να σε βγάλουν από τον λαβύρινθο του πόνου, αυτή εκεί μένει πάντα ανοικτή να αιμορραγεί την πίκρα σου στάλα στάλα…ποτέ δεν κλείνει, ποτέ δεν θες να κλείσει.
LoveLetters