Γράφει η Ελένη Αράπη.
Το ακούς απο το πρώτο τους κλάμα.
Το βλέπεις από την πρώτη τους ματιά, πως κοιτούν κατάματα τη μάνα. Από τη δίψα τους να θηλάσουν όχι το γάλα, τη γνώση, τη φωτιά, την αλμύρα να θηλάσουν.
Ολάκερη τη ζωή μιά ρουφηξιά να κάνουν.
Το νιώθεις από την αγκαλιά που σου χαρίζουν, αν και μωρά, αυτά σφιχτά σε αγκαλιάζουν.
Την αντάρα τους, που μέσα τους βράζει, μόνο το χάδι, μόνο το άγγιγμα, η Αγάπη άνευ όρων, μπορεί να γαληνέψει.
Είναι μερικά αρσενικά που γεννιούνται Άντρες, λαχταρούν τον κόσμο όλο μέσα στις μικρές τους παλάμες να χωρέσουν, σπαρταρά η πέτρα στα χέρια τους, σε όλα τα ανεξήγητα γιατί μάχονται να δώσουν ένα επειδή. Κοιτώντας τα αστέρια τη νύχτα, προσκυνούν το θείο με δέος, εύχονται να αξιωθούν να αγγίξουν το άυλο, να τιθασέψουν τον άνεμο, το αδύνατο δυνατό να κάνουν.
Όχι γι’ αυτούς, όχι για τη δόξα τους, μόνο για τον Άνθρωπο, για τη ζωή, την κάθε Ζωή.
Τα παρατηρείς πώς τρέχουν πάνω σε κακοτράχαλους βράχους, κοφτερούς κι ας κόβονται, κι ας ματώνουν δεν σταματούν, στην κορφή τους φτάνουν, ελεύθερη πτώση κάνουν μες στην αγκαλιά της θάλασσας, της μάνας, της γυναίκας, της ερωμένης τους.
Μην υπολογίζοντας την ήττα. Ρίχνονται οικειοθελώς μες στη φωτιά κι ας ξέρουν οτι θα χαθούν.
Οι μεγαλύτερες νίκες τους οι ήττες τους, αρκεί που κόντρα στον άνεμο πήγαν.
Κι όταν η θάλασσα τους ξεβράσει αποκαμωμένους δεν θρηνούν, μόνο δακρύζουν αλμύρα με μια θλίψη στα μάτια. Το άλλοτε γαλάζιο έχει γίνει πια γκρι και δεν ξέρεις τι να αγαπήσεις περισσότερο, το γαλάζιο της δυναμής τους ή το γκρι της σιωπής τους. Και εκεί που νομίζεις ότι τα πάντα χάθηκαν, ότι έσβησε η φλόγα, σπάνε τα φτερά τους, σαν γέρικοι αετοί, και ξανά μέσα στη θάλασσα τους ξαναπετούν.
Πιο νέοι, πιο ρωμαλέοι, πιο Άντρες απο ποτέ.
Αν ανταμώσεις ποτέ σου τέτοιο αρσενικό, μην το φοβηθείς κι ας υπερέχει ξεκάθαρα απο εσένα, κι ας μπορεί να σε σημαδέψει για πάντα. Μην τον φοβηθείς, για ένα τέτοιο Άντρα αξίζει να σφραγίσεις τις σάρκες σου με το όνομά του για πάντα.
Αυτά τα αρσενικά εγώ θα ονομάσω Άντρες, γιούς, εραστές, ποιητές της ζωής μας.
LoveLetters