Γράφει ο Nickolas M.
Καλησπέρα σε όλους σας. Σας ευχαριστώ που ήρθατε. Είναι πολύ σημαντική για μένα αυτή η βραδιά, μιας και βρίσκεστε όλοι εδώ απόψε. Όλοι όσοι περάσατε, πήρατε και αφήσατε. Σας τη χρώσταγα αυτή τη βραδιά και θα τραγουδήσω μόνο για εσάς απόψε.
Γιωργάρα!
Αδερφέ μου. Παιδικέ μου φίλε. Δικαιωματικά σε αναφέρω πρώτο. Από παιδιά μαζί. Στις αλάνες. Στα χωμάτινα γήπεδα. Στο προαύλιο του σχολείου. Στις κοπάνες. Στο πρώτο τσιγάρο που μας έπνιξε. Στην πρώτη γκόμενα που μας πλήγωσε. Στην πρώτη γυναίκα που μας έκανε άντρες. Στα αμέτρητα ράμματα στα γόνατα και το κούτελο. Στα άπειρα σπασμένα πετάλια, τιμόνια κι αλυσίδες των ποδηλάτων μας. Ακόμα θυμάμαι εκείνη την πανηγυρική τούμπα ρε φίλε. Χωρίς φρένα μια κατηφόρα που κατέληγε σε χαντάκι. Πανικόβλητοι μας τρέχαν στα νοσοκομεία οι δικοί μας κι εμείς γελάγαμε και κάναμε πλάκα με τις νοσοκόμες. Ακόμα θυμάμαι το διάλογο της μάνας μου με τον γιατρό. «Θα του κάνετε αναισθησία, γιατρέ;» «Περιττό, κυρία μου. Την έχει έμφυτη!» Θεούλης!
Χαθήκαμε λίγο ρε φίλε. Εντάξει, δε λέω, λογικό. Παιδιά, σκυλιά, δουλειά, υποχρεώσεις. Αλλά σήμερα είσαι εδώ. Και θα τραγουδήσω για σένα.
Θανασάρα!
Α ρε γίγαντα! Τί ξενύχτια ήταν αυτά. Να σπουδάσουμε στο Πολυτεχνείο πήγαμε και τελικά σπουδάσαμε όλα τ’ άλλα. Μπαράκια, μπουζούκια, κουτούκια. Αφού τσιμπιόντουσαν οι πατεράδες μας στην ορκωμοσία να πειστούν ότι είναι αλήθεια. Οχτώ χρόνια βέβαια αντί για πέντε, αλλά δε γαμιέται. Καλά που ζήσαμε κι αυτά κι έχουμε κάβα για τα δύσκολα. Ξεχνιούνται άλλωστε τέτοια σκηνικά; Άμα δεν πήγαινε πέντε το πρωί το’ χαμε σε κακό να γυρίσουμε σπίτι. Άραγμα στις πλατείες, ξάπλα στο γρασίδι, κοιτάζαμε τον ουρανό και φιλοσοφούσαμε. Για την ζωή, την πολιτική, την κοινωνία, την οικογένεια, τον Θεό, τους ανθρώπους. Πώς καταλήξαμε γιάπηδες να κυνηγάμε καριέρες και μαλακίες ρε φίλε; Θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο και τελικά μια χαρά μας άλλαξε αυτός. Αλλά απόψε είσαι εδώ, αγορίνα μου. Και θα τραγουδήσω για σένα.
Μητσάρα!
Έλα ρε κουμπάρε! Σειρούλα! Ψαρολοχία! Ναι ΟΚ υποσχέθηκα να μη σε ξαναφωνάξω έτσι, αλλά πρώτα βγαίνει η ψυχή λένε και μετά το χούι! Μα πώς να υπακούσεις έναν λιανό μικροκαμωμένο χαμογελαστό γυαλάκια, απλά επειδή του ράψανε δυο «σαρδέλες» στο πέτο. Άλλωστε μέχρι να γίνει αυτό φάγαμε μαζί αγγαρεία και υπηρεσίες για είκοσι ζωές! Ακόμα θυμάμαι εκείνη την ατέλειωτη σκοπιά υπό βροχή, Νοέμβρη μήνα, σε ένα μισοδιαλυμένο στρατόπεδο έξω απ’ το Σουφλί. Κρύο να σου τρυπάει το μεδούλι. Μου έλεγες κι εσύ τον πόνο σου για τη γυναίκα σου, που δεν σε καταλαβαίνει, που δεν ένιωθε τί πέρναγες. Δεν πειράζει ρε κουμπάρε. Όσοι δε μας νιώθουν, δεν αξίζουν να είναι δίπλα μας. Πονάει κάποιες φορές, δε λέω. Άλλες φορές αφήνει ένα μικρό κενό, να εδώ, αριστερά στο στήθος. Αλλά τουλάχιστον νιώθεις μόνος και είσαι μόνος. Αλλά να νοιώθεις μόνος ανάμεσα σε κόσμο, και μάλιστα υποτίθεται σε «δικό σου» κόσμο, δεν αντέχεται. Για αυτό πιες μια γουλίτσα κι έλα να τραγουδήσουμε παρέα έναν Στελλάρα που γουστάρεις!
Φανή…
Α ρε Φανή μου. Ήρθες κι εσύ απόψε. Να πω την αλήθεια δε σε περίμενα. Έλεγα με μισείς ακόμα και δε θες να με δεις ούτε ζωγραφιστό. Δε θα σε κατηγορούσα άλλωστε, θα είχες κάθε δίκιο. Δεν ήξερα βρε Φανή μου. Είκοσι χρονών παιδί ήμουνα. Δεν ήξερα τίποτα. Ούτε από ζωή, ούτε από ανθρώπους, ούτε από δουλειά. Και φυσικά δεν είχα ιδέα πώς μεγαλώνεις ένα παιδί. Το μυαλό μου τότε μόνο στο χαβαλέ και την πλάκα. Δεν είναι ότι δεν σ’ αγαπούσα. Αλλά φοβήθηκα. Πολύ. Την ευθύνη; Το «για πάντα»; Δεν ξέρω. Προσπάθησες πολύ μαζί μου κι εσύ. Αλλά είμαι κι εγώ περίεργος γαμώτο. Θέλει πολλή υπομονή να με αντέξει κανείς. Κι εσύ την είχες. Αλλά θα καιγόσουν μαζί μου, το έβλεπα. Κι ήσουν μικρή για τέτοια θυσία. Οπότε ίσως καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Για σένα τουλάχιστον, σίγουρα. Τώρα για μένα… Δε βαριέσαι, καλή καρδιά. Σε ευχαριστώ πάντως που ήρθες. Θα τραγουδήσω δυο φορές για σένα σήμερα…
- Γιαννάκο! Τί έγινε, σε πήρε ο ύπνος καθιστό;
Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος. Το μαγαζί άδειο, οι καρέκλες ακουμπισμένες ανάποδα πάνω στα τραπέζια, η κουζίνα μαζεμένη. Μέχρι και σφουγγάρισμα είχε ρίξει ο έρμος ο Χρήστος.
- Γιαννάκο, δεν είσαι πια είκοσι. Μήπως δεν είσαι πια για πολλά ξενύχτια ρε;
- Λες γέρασα από τώρα ρε φίλε; Αλλά είναι και το μεράκι ρε συ. Με ξαλαφρώνει.
- Καλά, άντε μάζεψε τα όργανα να κλείσουμε, κοντεύει πέντε!
Έβαλε το όργανο στη θήκη και βγήκε έξω. Νύχτα υγρή με ψιλόβροχο και κρύο, σαν εκείνη την βροχερή σκοπιά στο Σουφλί. Ο Χρήστος κλείδωσε και έκανε να μπει στο αμάξι του. Γύρισε και τον κοίταξε.
- Πάντως ένα βράδυ να την κάνουμε αυτή τη συναυλία που σκέφτεσαι.
Ο Γιάννης τον κοίταξε απορημένος.
- Ποια συναυλία λες ρε;
- Αυτή που βλέπεις ρε όταν «χάνεσαι» πάνω στο πάλκο, όταν τελειώνεις το πρόγραμμα. Κοιτάς τα τραπέζια σαν να μιλάς σε ανθρώπους που δεν υπάρχουν. Φέρ’ τους όλους εδώ ένα βράδυ να γουστάρουμε. Θα τραγουδήσεις για πάρτη τους. Για πάρτη σου! Τους το χρωστάς. Μα πάνω απ’ όλα το χρωστάς στον εαυτό σου Άντε καλό βράδυ!
Ο Γιάννης χαμογέλασε αμήχανα. «Μας πήραν χαμπάρι» σκέφτηκε. Ναι, ίσως χρώσταγε μια συναυλία και για τους δικούς του ανθρώπους, όχι μόνο για τον κάθε ξένο. Μια βραδιά αποκλειστικά για αυτούς…
- Καλό βράδυ Χρηστάρα. Ναι, θα το κανονίσω. Θα τους τραγουδήσω…
Join the discussion