Ζούσα, μεγάλωνα, διαμορφωνόμουνα, ήλπιζα με ‘σένα, χωρίς εσένα. Στα όνειρα, στη σκέψη, στις επιδιώξεις, στους στόχους που οριοθετούσα σαν άνθρωπος. Το ήθελα μέσα μου πολύ. Κραύγαζε η επιθυμία και πίστευα ότι όσος καιρός κι αν περάσει, όσο κι αν τα ίχνη σου χαθούν και κρυφτούν καλά στα σημάδια της άγνωστης σε ‘μένα ζωής σου, κάποια στιγμή θα σ’ έβρισκα.
Σε ήθελα. Σ’ έβλεπα σε κάθε ασυμπλήρωτη αγκαλιά, σε κάθε ημιτελές χαμόγελο, σε κάθε ανολοκλήρωτο φιλί, σε κάθε σκοτεινό βλέμμα. Σε ήθελα όταν πλάνταζα στα κλάματα, όταν δεν προλάβαινα την αναπνοή μου απ’ αυτά. Όταν αναμετρούσα τις αντοχές μου με το πάτωμα κι όταν μεθούσα κι όλα γύρω μου ήταν κάτι περισσότερο από θολά.
Μα σε ήθελα μανιωδώς. Με επιμονή και πείσμα και σ’ εκείνα τ’ άλλα. Στα μέχρι τέλους χαμόγελά μου, στις επιτυχίες μου, στις βόλτες μου στην παραλία, στα ψώνια μου, στις βόλτες με τ’ αμάξι. Ήσουν εκεί. Με κρατούσες σφικτά, μου έδινες μπλουζάκια να δοκιμάσω, μ’ έκανες μούσκεμα Δεκέμβρη μήνα στην παραλία, μ’ ακουμπούσες, μ’ έκανες να χαμογελώ.
Σε όλα ήσουν εκεί κι ας πληρώνω το τίμημα της απουσίας σου με την τρέλα μου. Μια ψευδαίσθηση η ζωή μου όλη. Το χαμόγελο εκείνο που ζητούσες, εγώ είχα να στο δώσω. Τ’ απλά, τα καθημερινά που σε γεμίζουν. Το χέρι που θες για να συμπληρώσεις το δικό σου, σου γράφει αυτή τη στιγμή και παραμένει ακόμη ολόδικό σου.
Δε θυμάσαι τίποτα. Εκείνα τα βλέμματα που μ’ έδιωχναν από κοντά σου χρόνια πριν, εκείνες τις κατηγορίες και τους ψευτόμαγκες για να με απομακρύνουν απ’ οτιδήποτε συμβάδιζε με το καλό μου. Δε θυμάσαι τίποτα. Κι όλα τούτα τα χρόνια που εγώ σε ψάχνω; Όλ’ αυτά άξιζαν μόνο για να σε συναντήσω και να με θυμάσαι. Αλλιώς δεν έχει νοήμα κανένα. Εσύ μαζί μου, μόνο αν εγώ υπάρχω στη σκέψη σου μέσα απ’ όσα βιώσαμε.
Δε θυμάσαι. Και δεν το πιστεύω ή ίσως αρνούμαι πεισματικά να το εμπεδώσω. Για μια φορά να υπερισχύσει ο δικός μου εγωισμός! Για μια φορά εγώ να μην ανεχτώ το λίγο. Λίγο ακόμα και στο μπούμερανγκ, 45 μοίρες μόνο να γυρίζει ο τροχός! Κι αν ο χρόνος σβήνει τα πάντα κι αν είναι λογικό να φθείρεται η μνήμη σου, όλο αυτό που ζω τόσα χρόνια περιμένοντάς σε, κουβαλάει τόση τρέλα που δε δέχομαι για αντάλλαγμα τίποτα λιγότερο! Να είμαι, θέλω, η αρρωστημένη λογική σου! Να είμαι η υπέρβαση στις σταθερές σου! Να γίνω όσα δε μ’ άφησες κι όλ’ αυτά που ονειρευόμουν εγώ για μας!
Δε με θυμάσαι. Μα εγώ είμαι όλ’ αυτά που εσύ δε θυμάσαι σε ‘μένα. Σε θέλω για να μπορέσω να δείξω όλα εκείνα τα καλά που έγινα στην απουσία σου. Σε θέλω για να σου αποδείξω πόσο όμορφα όνειρα έχουν οι άνθρωποι. Σε θέλω για εκείνη την ευκαιρία που μου αρνήθηκες.
Κι αν τόση είναι η δύναμή μου, άλλο τόσο έχω ανάγκη να την αφήσω για λίγο να ξαποστάσει. Να γίνω η αδύναμη για να χαίρεσαι με τη δύναμή σου. Να μη σου δείξω πόσο ευτυχισμένη με κάνεις, απλά για να το δεις μόνος σου. Δώδεκα χρόνια πριν, εγώ κι εσύ κι όλοι οι άλλοι απέναντι. Μήπως τώρα θυμάσαι;