Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Εκείνη η νύχτα που δεν ξημέρωσε ποτέ, εκείνο το συναίσθημα που γινόταν δυνατότερο λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή, η στιγμή εκείνη που μπήκες μέσα μου εκείνο το ξημέρωμα, πιο φωτεινό, πιο αληθινό από όλα που είχαν έρθει, που είχαν περάσει με το δέρμα να ανατριχιάζει.
Με το κορμί να σε φωνάζει να μείνεις, με την καρδιά να χτυπά όπως ποτέ ξανά, με το όνειρο να βγαίνει αληθινό και το μυαλό να παραδίνεται στην μοναδικότητα εκείνη που περίμενε σαν νερό καθάριο να το ξεπλύνει από τη βρώμα που υπήρχε, την ψευτιά και το τίποτα των χρόνων που πέρασαν, που πέρασαν και δεν άφησαν τίποτα, ένα τίποτα γεμάτο σιχαμάρα και αρρώστια.
Εκείνη η νύχτα που έμεινε να θυμίζει το αληθινό για πάντα που κατέφθανε ντυμένο με ζωγραφιές και εικόνες αλλοτινές, δικές μας σαν μαγικές.
Εκείνο το μαγικό ξημέρωμα που ερχόταν για να μας δείξει το ξέφωτο του μαζί, τον ήλιο που ζέσταινε τα μουδιασμένα από έρωτα άκρα μας, το φως που έκαιγε και έβαζε φωτιά στο πέρασμά μας σαν έκρηξη που ανοίγει το δρόμο, ένα δρόμο ντυμένο με λουλούδια χρωματιστά που θα τον περπατήσουμε για να ξεφύγουμε από όλα εκείνα που δεν μυρίζουν έρωτα, πάθος, καύλα και πολύ.
Όλα πολύ.
Εκείνη η νύχτα.