Εκείνον που σε άδειασε, μην τον δέχεσαι ποτέ πίσω.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Εκείνον τον έναν που σε άδειασε, μην τον δέχεσαι ποτέ ξανά πίσω.
Τι κοιτάς πίσω; Δεν υπάρχει τίποτα. Και έτσι φεύγω πάντα απ’ό,τι κακό με κρατάει πίσω. Φεύγω και δεν κρατάω τίποτα, γιατί δεν έχει αξία το παρελθόν, παρά μόνο το παρόν.
Γι αυτό σου λέω, πάτα γκάζι και μην κοιτάς ποτέ πίσω. Εκείνος του “όλα ή τίποτα” δεν μπορεί να συμβιβαστεί. Γι’αυτό και δεν συμβιβάζομαι, γιατί εμένα μου βρέχει το στόμα ένα άφταστο πάθος κι όχι κάτι ανέπαφα χλιαρό και ξεφτισμένο.
Το δικό μου κύμα δεν βρέχεται απλώς απ’την καταιγίδα, αλλά ασπάζεται την καταιγίδα στο στόμα. Ο δικός μου πόθος ριγώνει την επιθυμία και την ξεβράζει στα σπάργανα της θύελλας.
Η δική μου αγκαλιά ντύνει την ηδονή με θράσος και γδύνει την τρικυμία με οδύνη. Σαν την κόλαση που γλύφεις και τα δάχτυλά σου, σαν το φιλί μου που αφήνει έναν κρότο πάνω στα χείλη σου.
Γι’αυτό σου λέω, δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Δεν μπορώ να βρέχω το στόμα μου με ψέματα και το κορμί μου με χλιαρές ανάσες. Δεν μπορώ να στέκω στην αγάπη σαν εκλαμψία, σαν δηλητήριο.
Αν αγαπάς, να αγαπάς με όλο σου το είναι, ειδάλλως μην αγαπάς καθόλου.
Δεν μπορώ τα μισά, τ’αδειανά, τα ρηχά. Γιατί η σφαγή πάντα από εντός έρχεται.
Κι εγώ δεν θέλω να σφάζω τον εαυτό μου, δεν θέλω να τον μετράω με ήττες.
Η περηφάνια είναι γυναίκα μωρέ. Δεν σέρνεται από αγκαλιά σε αγκαλιά για λίγη αγάπη. Τι φαντάστηκες, ότι θα αρκεστώ με τ’αποφάγια;