Γράφει η Γεώρα
Αγαπάμε πιο πολύ, κάθε τι που ξέρουμε πως θα χαθεί. Και λίγο πριν το χάσουμε για πάντα, εκεί που είμαστε σίγουροι πως το νικήσαμε, πως μπορούμε να συνεχίσουμε, βιώνουμε τον μεγαλύτερο πόνο. Δεν περιγράφεται με λόγια. Σπαρακτικό συναίσθημα.
Κόβεσαι στα δύο. Λίγο πριν φτάσει το τέλος. Λίγο πριν την ολική διαγραφή, εμφανίζεται το συναίσθημα που είχες θάψει, που νόμιζες πως είχες ξεχάσει, με πανοπλία μπροστά σου, με ειρωνικό χαμόγελο και σιγουριά. Ήρθε για να σε νικήσει. Και θα το κάνει! Γιατί ξέρει πως ακόμα ελπίζεις και κάθε απελπισμένη προσπάθεια που έκανες, την καίει με τέτοια ευκολία, που μόνο στάχτες μένουν.
Και το ένιωσα αυτό το συναίσθημα. Το είδα να με κοιτάει και να μου λέει, «Θα πονέσεις!». Κόπηκα στα δύο. Σε είχα νικήσει! Έτσι πίστευα. Παγίδευσα τον εαυτό μου σε μία ιδέα ανωτερότητας. Προσπάθησα να με πείσω πως όλα ήταν καλά. Όμως δεν ήταν. Ακόμα σε αγαπούσα. Και δεν ήθελα τα χείλη σου, άλλο στόμα να φιλήσουν. Δεν ήθελα να σε χάσω. Δεν ήθελα να μας χάσουμε. Δεν ήθελα να ηττηθούμε από εμάς. Σε αγαπούσα ακόμα. Και εσύ με αγαπούσες. Αφήναμε ανοιχτές υποθέσεις και κυρίως τη δική μας.
Οι αναμνήσεις μας άγγιζαν απελπισμένα για να γεννηθούν ξανά! Κάθε τι μαρτυρούσε πόσο τα σώματά μας ζητούσαν το ένα, το άλλο. Κάθε τι σε θύμιζε υπερβολικά.
Και εκείνο το βράδυ, ήθελα να με φιλήσεις. Όμως εγώ, δείλιασα. Να με σώσω ήθελα, από τον πόνο της απογοήτευσης. Από το λάθος. Να με σώσω, για να με σκοτώσω μετά. Με το τέλος που θα έρθει. Να γίνω κομμάτια, αφού για αρκετό καιρό ήμουν η δυνατή. Δίπλωσα τις άμυνες μου, κατέβασα τα τείχη μου και άφησα το τέλος να με βουλιάξει.
Εκείνο το βράδυ, ήθελα να με φιλήσεις. Μα δεν το έκανες. Και δεν το έκανα ούτε και εγώ. Δεν τόλμησα γιατί δεν ήθελα να χαλάσουμε αυτό το φιλικό που είχαμε επιλέξει. Αυτή τη φαρσοκωμωδία.
Εκείνο το βράδυ, κόπηκε το μέσα μου στα δύο. Σε έχασα!