Γράφει η Ειρήνη Αντωνάκη
Έχω μαζέψει τα πράγματα μου, δύο βαλίτσες και ένα μικρό σακίδιο. Εμείς οι δύο συναντηθήκαμε για να έχουμε ως κατάληξη έναν αποχωρισμό που πονάει. Δεν έχει νόημα να κλάψω άλλο, η κατάσταση δεν θα αλλάξει και αυτό που είχαμε δεν θα ζωντανέψει πάλι.
Παίρνω τα πράγματα και βγαίνω από το δωμάτιο. Σε βλέπω να κάθεσαι στο καναπέ και να στριφογυρίζεις στα χέρια σου ένα άδειο ποτήρι και αστραπιαία σκέφτομαι ότι μαζί με το ποτό άδειασες και εμένα.
Με αντιλαμβάνεσαι, γυρνάς το κεφάλι σου, αντικρίζω τα μάτια σου και τρομάζω που δεν βρίσκω μέσα σε αυτά εκείνον που ερωτεύτηκα. Δεν θέλω να πω κάτι και δεν θέλω να μου πεις κάτι, οι πράξεις σου μίλησαν και τα είπαν και καλά.
Λίγα δεύτερα πριν βγω από τη πόρτα ψιθύρισα ότι ελπίζω να σου έμαθα πως αξίζει να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Εάν το έκανα ελπίζω να έμαθες κάτι και την επόμενη φορά να φερθείς όπως πρέπει γιατί στη δική μας περίπτωση μόνο εγώ το έκανα καλά, εσύ έμεινες στο πάτο.
Εύχομαι να βγεις από εκεί και να ζήσεις ότι μαζί μου δεν ήθελες αλλά αυτή τη φορά κάντο καλά, μην πάρεις άλλη ψυχή στο λαιμό σου.