Εσύ με το παράξενο βλέμμα!
Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου.
Λένε πως όλα τα όμορφα κάποτε τελειώνουν… ποιος το ορίζει αυτό;
Ήταν το πρώτο βράδυ που σε είδα!
Έτσι είσαι! Όπως και τώρα… Όπως πάντα! πάντα για εμένα! δεν άλλαξες. Ούτε στα μάτια! στα δικά μου είσαι ίδιος… στα δικά σου…
Είναι ένα από αυτά τα βραδιά, που οι φίλοι σε τραβάνε να βγεις.
Δεν έχεις διάθεση αλλά κάτι μέσα σου σου λέει πως πρέπει να βγεις για κάποιο ανεξήγητο λόγο!
Ριγιουνιον λέει. Πφ, και ποιος πάει; Εγώ μου είπαν.
Τα ρούχα δεν είχαν καμία σημασία. Βαριόμουν ανυπόφορα! Σήκωσα το κορμί μου για να γίνω όμορφη. Όμορφη για ποιον; Τελικά, έγινα για μένα…
Πολλοί γνωστοί από τα παλιά! Ένιωσα όμορφα. Επιτέλους!
Ξέρεις αυτό που νιώθεις πως κάποιο βλέμμα είναι καρφωμένο πάνω σου; Δεν μπορεί, το έχεις νιώσει… σίγουρα!
Ναι, ήταν το δικό σου! Όλο το βράδυ καρφωμένο πάνω μου! Το ένιωθα και ήταν αλήθεια!
Μετά, ήρθες καταπάνω μου! Οι συστάσεις περιττές…
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό σου το βλέμμα. Θυμάσαι; Ίδιο όπως και τώρα, όπως και τότε, όπως πάντα… μα δεν θα αλλάξει ποτέ σου λέω…
Ποτό, γέλια, αστεία από τα παλιά και κάπου εκεί στο βάθος εσύ! Εσύ με το εκείνο μοναδικό βλέμμα!
Πέρναγε η ώρα σαν νερό. Κοίτα.. Ξημερώνει! Ποσό όμορφο να βγαίνει ο ήλιος και να είναι τόσο ευτυχισμένη! Τελικά έκανα καλά, σκέφτηκα.
Σπίτι τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Έμπαινε ο ήλιος και εκείνο το μοναδικό σου βλέμμα…
Ποιος έχει όρεξη για ύπνο; Εγώ σίγουρα όχι. “Εσύ, με εκείνο το βλέμμα;” Σκέφτηκα.
Άνοιξα το παράθυρο και αμέσως ο φρέσκος αέρας άρχισε να μου χαϊδεύει το κορμί… τα μαλλιά… το μυαλό που μέσα του είχε εκείνο το βλέμμα…
Μπήκε και η μυρωδιά του καφέ! Από το καφενείο του κυρ Βασίλη. Φίλος του μπαμπά. Έφτιαχνε τον καλύτερο στη γειτονιά. Στη χόβολη, έλεγαν όλοι. Είχα τη γεύση στη γλώσσα μου! Έτρεξα να φτιάξω καφέ. Εκείνο το βλέμμα ήταν ακόμα εκεί! Φτιάχνοντας καφέ. Και μετά μπήκε στο φλυντζάνι… ήταν εκεί!
Λίγο πριν φουσκώσει ο καφές, χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα γρήγορα το μπρίκι και έτρεξα.
Καλημέρα, ακούστηκε η γλυκιά φωνή της! Η ίδια όπως και τότε. Θυμάμαι στο σχολείο την φωνάζαμε καραμέλα.
Πολύ σύντομα με κάλεσε, σκέφτηκα. Θα είναι για να κουτσομπολέψουμε τα νέα της χθεσινής βραδιάς. Όπως και να είχε ήταν πολύ ευχάριστο πρωινό τηλεφώνημα. Μόλις είχα φτιάξει τον καφέ μου και μέσα στο φλυτζάνι ήταν ακόμα εκείνος με το παράξενο βλέμμα…
Η ώρα πέρασε ευχάριστα με τα νέα της χθεσινής βραδιάς. Εγώ ακόμα χωρίς ύπνο, με το μυαλό μου σε εκείνο το παράξενο βλέμμα…
«Θέλεις να βρεθούμε αύριο; Με ρώτησε. Θα είναι και εκείνος που σου γνώρισα, ο ψηλός!» Εκείνος με το παράξενο βλέμμα, σκέφτηκα!
Η απάντηση μου ήταν γρήγορη, με γλυκιά φωνή και με απέραντο χαμόγελο! «ΝΑΙ».
Ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά… ξέρεις αυτό το ρίγος του “θέλω να τον ξαναδώ”. Να ξαναδώ εκείνον με το παράξενο βλέμμα!
Ακόμα χωρίς ύπνο και αποφάσισα να κάτσω λίγο ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ της γιαγιάς μου. Μου τον είχε αφήσει προίκα λέει. Με ξύλινα σκαλίσματα στις άκρες του και τεράστια λουλουδάτα μαξιλάρια! Μόνο ένα θα μπορούσε να γίνει μετά από αυτό. Κοιμήθηκα μέχρι την άλλη μέρα. Πάντα με το παράξενο του βλέμμα στη σκέψη μου… στα όνειρά μου…
Ξύπνησα σχεδόν μεσημέρι. Έφτασε, σκέφτηκα! Ήρθε η μέρα που θα δω πάλι αυτό το βλέμμα… το είχα δει και στο όνειρό μου… προφανώς και το περίμενα!
Ξεκίνησα νωρίς. Περνώντας πρώτα από το καφενείο του κυρ Βασίλη για ένα γρήγορο καφεδάκι στη χόβολη. Πάντα μου έδινε δύναμη για ότι σπουδαίο είχα να κάνω στη ζωή μου! Για κάθε νέα αρχή… όπως και τότε που πήρα το πτυχίο μου! Όπως και τότε που έπιασα δουλειά στο σχολείο για πρώτη φορά!
Πολύ κίνηση για καθημερινή. Ελπίζω να προφτάσω. Πάντα ήθελα να είμαι στην ώρα μου. Και ας περίμενα.
Η φίλη μου, πάντα χαμογελαστή, ήταν ήδη εκεί. Γέλια και πειράγματα, όπως πάντα!
Μα είναι νύχτα! Πως είναι δυνατόν; Ήρθε… Το βλέμμα του μάλλον θα έβγαζε αυτό το φως… σίγουρα, αυτό ήταν! Όπως και εκείνο το βράδυ…
Όλα κάπως έτσι απλά ξεκινούν…
Έτσι ξεκίνησε… έτσι προχώρησε… ακόμα πάει…
Και εμείς εκεί να προχωράμε μαζί του…
Ένα είναι σίγουρο… ένα έχει παραμείνει… αυτό το παράξενο βλέμμα!
Πάντα…
Παντού…
Πάνω μου…
Μέσα μου…
Στα μάτια μου…
Στα όνειρά μου…
LoveLetters