Θέλει ψυχή και κότσια ο έρωτας..
Χωρίσαμε τόσο άσχημα που ακόμη κι οι φίλοι μας απόρησαν πού πήγε ξαφνικά τόση αγάπη. Αλλά δε βαριέσαι, έτσι είναι οι χωρισμοί, χαράζονται από ξεφτίλα, ανοησίες και πόνο αβάσταχτο.
Όλοι ήξεραν πως πονούσαμε μετά από αυτό. Αλλά νομίζαμε πως τους το κρύβαμε, παριστάνοντας πως μισούσαμε ο ένας τον άλλο. Πετάξαμε ρούχα, σκίσαμε φωτογραφίες, δώσαμε πίσω κλειδιά, ήπιαμε, βρίσαμε, αναθεματίσαμε και κατηγορήσαμε χωρίς λόγο. Τα κάναμε όλα αυτά ταυτόχρονα, αλλά μακριά ο ένας από τον άλλο γιατί έτσι προβλέπει ο κανόνας.
Είχαμε τόσο θράσος που τολμήσαμε και χωρίσαμε μια παρέα στη μέση. Μία να παρηγορούν εμένα στο αγαπημένο μου μπαράκι, μία να συμφωνούν με εσένα στο δικό σου στέκι. Το σιχαινόμουν αυτό το μαγαζί, μα την αλήθεια. Μου θύμιζε πάντα πόσο διαφορετικοί ήμασταν. Αλλά σου έκανα τη χάρη να πάμε γιατί τότε η αγάπη μου δε χαλούσε χατίρια. Κι απ’ τη στιγμή που έσβησα τον αριθμό σου απ’ το κινητό μου, ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω εκεί μέσα γιατί πάντα μου την έσπαγε η άθλια μουσική και γιατί πάλευα με το είναι μου μη σε ξαναδώ και θυμηθώ τα πάντα.
Πέρασε ο καιρός κι όλα έγιναν λιγότερο επίπονα. Οι αναμνήσεις δεν έτσουζαν, τα ποτά δεν έφερναν τόσες θύμησες κι ο καπνός δε με ζάλιζε γιατί τον περιόρισα. Είχα περάσει απ’ το στάδιο την θλίψης στο στάδιο του θυμού και το απολάμβανα κάθε μέρα που σου έριχνα κι από ένα καντήλι. Αλλά ξέρεις πολύ καλά πόσο πολύ παραμύθιαζα τον εαυτό μου.
Ήταν όλα ένα κόλπο να λέω πως δε μου λείπεις. Να μην πέφτω κάτω απ’ τον πόνο κάθε φορά που οι φίλοι μας λένε για τα νέα σου. Κι ήρθε ένα βράδυ, ένα γαμημένο βράδυ που τα έκανα όλα στάχτη κι έριξα όλες τις προσπάθειές μου στο βρόντο.
Ήπια, έγινα λιώμα και φυσικά σε θυμήθηκα. Ήθελα να σε δω εδώ και τώρα το Σαββατόβραδο εκείνο. Ούτε έστειλα όμως, ούτε τηλέφωνο πήρα. Έκανα κάτι πολύ πιο θαρραλέο που ακόμα απορώ πώς μπόρεσα. Ήρθα στο στέκι σου, χωρίς αναστολές, χωρίς γκρίνια.
Έτσι κι αλλιώς, είχα κατεβάσει τόσα ποτά που όλα μου έμοιαζαν αστεία, ακόμη κι αυτό που έκανα. Περπατούσα με τις φίλες μου το στενό λίγο πριν την είσοδο του μαγαζιού. Βήμα κι ανάμνηση ήταν. Με ρουχισμό άκρως ακατάλληλο γι’ αυτό το καταγώγιο, έμοιαζα τελείως άσχετη, αλλά καθόλου δε με ένοιαζε. Ήξερα πως θα με έβλεπες έτσι και και σίγουρα δε θα σου περνούσα απαρατήρητη. Αμίλητες ήμασταν μέχρι την πόρτα. Τι να πουν και οι φίλες μου εξάλλου; Δε χώραγαν λέξεις.
Παίρνω φόρα κι ανοίγω την πόρτα. Περπατάω προς το μπαρ χωρίς τίποτα να με πτοήσει, με αέρα και θράσος. Πηγαίνω στο μπαρ και παραγγέλνω. Περνούσε η ώρα και δε σε έβλεπα πουθενά. Άρχισα να αγχώνομαι, τόσος δρόμος για το τίποτα. Και πάνω στην τελευταία γουλιά σε βλέπω στην άλλη άκρη. Με καταλαβαίνεις, με κοιτάς μέσα στα μάτια. Μένουμε κι οι δυο μαλάκες με αυτό που μόλις έκανα. Είχα κάνει ακόμη μια θυσία για εμάς, χωρίς να είμαστε μαζί. Γελάς ειρωνικά και σε ερωτεύομαι απ’ την αρχή. Εγώ όμως πήρα αυτό που ήθελα, ένα βλέμμα.
Έτσι άλλαξα θέση και σου γύρισα την πλάτη. Κι όσο κι αν οι φίλες μου μου έλεγαν πως κρυφοκοιτάς, εγώ έσπαγα λίγο-λίγο, αλλά κρατιόμουν με νύχια και με δόντια. Πήγε τέσσερις σχεδόν και το ντουμάνι έχει καταλαγιάσει, όπως κι ο κόσμος. Και δίνουν και παίρνουν τα σφηνάκια και στο τελευταίο αφέθηκα.
Ήρθα εκεί, χαιρέτησα τους φίλους σου με δυο φιλιά σταυρωτά, εσένα ξερά κι απότομα. Ξεκινάει η κουβέντα και σιγά-σιγά έχουν φύγει όλοι από δίπλα μας και δεν έχουμε καταλάβει τίποτα. Και ξαφνικά κοιτάμε γύρω μας και βλέπουμε την παλιά μας παρέα όπως πριν. Χαμογελάμε κι οι δυο, αλλά ξέρουμε πως θα’ναι για λίγο όλο αυτό.
Φεύγουμε γιατί έξω ξημερώνει. Και ξαφνικά ξημέρωσε και το μέσα μου γιατί πάνω στο «τα λέμε», ήρθαμε πιο κοντά και δώσαμε ένα φιλί, τύφλα να ‘χει το πρώτο μας.
Και τότε είναι που κατάλαβα τα πάντα. Όσο και να είχα πιει, όσα και να είχα πει, αυτό που ένιωθα ξεπερνούσε κάθε κατάχρηση γιατί ήταν εξάρτηση. Θέλει θυσίες να αγαπάς και να αγαπιέσαι τελικά. Κι όσο και αν αυτό δεν πρόκειται να το διαβάσουμε πλέον ποτέ μαζί, εγώ χαίρομαι που θυσίασα τον εγωισμό μου για ένα άτομο κάποτε έβαζα πάνω και από μένα. Θέλει αρχίδια ο έρωτας, μωρό μου.