Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Ξέρεις ποια εποχή νοστάλγησα;
Εκείνη που δάγκωνα τα χείλη να μην κλάψω κάθε που μάτωνα τα γόνατα μου.
Που αυθόρμητα αγκάλιαζα γιατί έτσι ένιωθα. Που έλεγα «Σε αγαπάω» και ας μην ήξερα την πραγματική βαρύτητα αυτής της έννοιας.
Ήξερα όμως μέσα μου ότι σήμαινε κάτι σημαντικό.
Και σαν σημαντικό το αντιμετώπιζα πάντα.
Εκείνη την εποχή νοστάλγησα.
Που μάθαινα ακόμα τους ανθρώπους.
Πώς αντιδρούν στην χαρά, στην λύπη, στον θυμό, στην αγάπη.
Παρατηρούσα από τότε τους ανθρώπους, ναι.
Από τότε έφτιαχνα ιστορίες στο μυαλό μου για την ζωή του καθένα.
Πιανόμουν από ένα βλέμμα, μια γκριμάτσα, ένα χαμόγελο και έτσι ξεκινούσα να “δουλεύω” το σενάριο μέσα στο κεφάλι μου.
Ακόμα μ’αρέσει να το κάνω αυτό.
Ακόμα με διασκεδάζει.
Μα τώρα δεν έχω πια ματωμένα γόνατα.
Δαγκώνω τα χείλη μου να μην κλάψω κάποιες φορές, ναι.
Αλλά δεν φταίνε τα ματωμένα γόνατα.
Κάποιες φορές φταίει που “διάβασα” λάθος τους ανθρώπους.
Αγκάλιασα και αγάπησα με την ίδια αθωότητα.
Αυτό ναι.
Και αυτό δεν άλλαξε.
Ξέρεις όμως τι με στεναχωρεί;
Πως περνώντας οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια δεν το κάνω πια με την ίδια ευκολία.
Όχι γιατί δεν θέλω!
Αλλά γιατί οι άνθρωποι το φοβούνται αυτό.
Φοβούνται το αληθινό..
Σε κοιτάζουν καχύποπτα αν προσφέρεις απλόχερα όλο σου το είναι.
Αν αγαπάς δυνατά χωρίς “γιατί” και δίχως να προσμένεις ανταλλάγματα.
Αν αγαπάς όπως όταν ήσουν παιδί, σε θεωρούν αφελή, θύμα και κάποιοι ακόμα, παρεξηγούν την ευγένεια της ψυχής σου.
Αυτή την εποχή νοστάλγησα.
Που καθόμουν πιτσιρίκι στο μουράγιο και παρατηρούσα τους ανθρώπους.
Και μου έμοιαζαν όλοι τόσο τρανοί και πελώριοι.
Μα μεγαλώνοντας, με έκαναν να καταλάβω ότι ακόμα και εγώ, όντας μετρίου αναστήματος, μοιάζω τελικά ψηλότερη απ’όλους αυτούς.
Εκείνη την εποχή νοστάλγησα.
Που ήθελα να κάνω τους γύρω μου να χαμογελούν με κάθε χορδή της ψυχής και μυ του προσώπου τους.
Που μοιραζόμουν ό,τι είχα, γιατί αλλιώς πίστευα δεν ήταν δίκαιο.
Που αγκάλιαζα και αγαπούσα χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσω μετά “γιατί”.
Και θα μου πεις, γιατί τα κάνεις ακόμα όλα αυτά;
Δεν ξέρω.
Ίσως γιατί δεν υπάρχει απάντηση στο “γιατί αγαπάς”.
Ίσως πάλι, γιατί εκείνο το πιτσιρίκι μέσα μου δεν λέει να σταματήσει να ματώνει τα γόνατά του..