Θα θελα κάπως αλλιώς να είναι ο έρωτάς μας..
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Στριμωγμένος σ’ένα μικρό κατώγι ή ψηλά σε μια σοφίτα. Νά‘ναι το μπάνιο, η κουζίνα και το καθιστικό μαζί. Αντάμα και το υπνοδωμάτιο. Δίπλα και το τζάκι. Παρέκει κι η ξεχαρβαλωμένη γραφομηχανή μου.
Και μια και δυο και τρεις γάτες για παρέα, όλα το ένα δίπλα στ’άλλο, στον ίδιο χώρο.
Δίχως χώρισμα ανάμεσα, μα και δίχως χώρο γι’άλλη περιουσία. Έτσι.
Να νίβει η μία “χρήση” την άλληνε. Να νίβω το κορμί μου επάνω στο δικό σου. Και να μην υπάρχει ούτε μέτρο απόσταση αναμεταξύ μας. Να μην υπάρχει σπιθαμή για να κρυφτείς. Σπιθαμή. Κι η ευτυχία μας, η περιουσία μας, νά‘ναι ο έρωτάς μας. Ο ανικανοποίητος έρωτάς μας.
Κι όλον τον καιρό να ζητιανεύουμε ηδονή ο ένας απ’τον άλλον. Μονάχα αυτό να κάνουμε. Κατάχρηση της γενεσιουργής ανάγκης μας. Ολημερίς κι ολονυχτίς να γινόμαστε κουβάρι σε μια χούφτα από σεντόνια. Δίχως ντροπές. Καμία ντροπή.
Ν’αφήνουμε στην άκρη καθετί ανθρώπινο γιατί ο έρωτας είναι ζωώδης. Ζωώδης είναι. Και κάθε που θα με πιάνει το αναθεματισμένο τρέμουλο εσύ να σταματάς τα χυδαία. Να σταματάς τα χυδαία και να ξεστομίζεις κάτι απ’όλα εκείνα τα τρυφερά που μου έλεγες όταν πρωτογνωριστήκαμε. Και να κρατάς το κορμί μου σταθερά και ήσυχα μέχρις ότου να σταματήσω να τρέμω.
Να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και να μου μιλάς για την αρχή του έρωτά μας. Τότε που φοβήθηκες κι έκανες πίσω. Να μου μιλάς για τη φορά που πρωτοκοίταξες τη ψυχή μου και παρόλη τη ντροπή που ένιωσα, δεν γύρισες αλλού το βλέμμα σου, δεν έτρεξες να κρυφτείς απ’την αλήθεια μου.
Κι εγώ, κι εγώ να σου επαναλαμβάνω πως όλη εκείνη την κατάρα του ρομαντισμού που κουβαλάω, όσες φορές και να μου λες ότι μου τη συγχώρεσες.. δεν μου τη συγχώρεσε η εποχή μου. Κι έτσι αγκαλιασμένοι, να με πιάνουν τα κλάματα. Να κλαίω σαν μικρό παιδί. Να κλαις κι εσύ. Να κλαίμε από ευτυχία.
Κι ανάμεσα στα κακοτράχαλα ρυάκια των προσώπων μας, τα μουσκεμένα φιλιά και τους αναστεναγμούς να σχεδιάζουμε τα όνειρά μας. Τα αιώνια κι ανθισμένα όνειρά μας. Να σου πιάνω το χέρι και να φυσάω στη χούφτα σου, τον κήπο της ψυχής μου. Κι εσύ, κι εσύ να τον ποτίζεις μ’ελπίδα. Να τον ποτίζεις με ελπίδα, με όνειρα δικά σου, με φως!