Γράφει η Λάουρα Σαργέντη
-Συγγνώμη, να περάσω;
-Ωχ πάλι εσύ! Βρε πουλάκι μου άσε με στην ησυχία μου!
-Καλά, τι σε ρωτάω; Μπαίνω!
-Πω, πω! Άντε πάλι!
-Λοιπόν, τι έχουμε εδώ;
-Ρε φίλε δεν θέλω πάλι να ερωτευθώ. Άσε με! Ουστ λέμε. Τζους. Πώς το λένε!
-Αλήθεια; Και πότε σε ρώτησα εσένα τι θες; Χαχαχαχ!
-Ωπα! Κάτσε λίγο.
-Τι;
-Εσένα έψαχνα! Εσένα!
Μετά από μια νύχτα που μου μιλούσες ασταμάτητα για τα ταξίδια σου σαν σύγχρονος Οδυσσέας, σε φιλώ και ξαφνιάζεσαι.
Με κλείνεις στην αγκαλιά σου και με ταξιδεύεις ψηλά μέσα σε μια πρωτόγνωρη σιωπή. Τα σώματα γίνονται αστερόσκονη, μιλούν μέσω μιας μυσταγωγίας ιερής, κι εσύ μου ψιθυρίζεις «ήρθα, ηρέμησε».
Τόσα χρόνια σε έψαχνα κι έβρισκα μόνο κάποια κομμάτια σου σε άλλους.
Εσύ έχεις τα χρώματα που πάντα αναζητούσα ζωγραφιά μου…
Αυτή η μυρωδιά σου, πόσο γνώριμη. Μου έλειψε.
Ο έρωτας μας μαγικός. Ήρεμος. Χωρίς εντάσεις. Γεμάτος χάδια κι έκσταση.
Αποκαμωμένοι, κοιμόμαστε αγκαλιά.
Ξυπνάω και σε βλέπω δίπλα μου να κοιμάσαι.
Σε φιλάω γλυκά και σε σκεπάζω και την αγκαλιά μου, ξανά.
Όλο το βράδυ ξυπνούσα για να σιγουρευτώ ότι είσαι εδώ, ακόμα.
Ήρθες επιτέλους. Η γαλήνη σου με μαγεύει.
Και σαν να το ήξερες, το πρωί μόλις άνοιξες τα μάτια σου, μου χαμογέλασες και φώτισε ο κόσμος όλος.
Αυτά τα μάτια που μου λένε χρόνια σε θέλω αλλά φοβάμαι. Σήμερα μου χαμογελούν. Είσαι εδώ!
Θα μείνεις; Ποιος ξέρει! Όσο, για όσο, θέλω να το ζήσω αυτό. Μαζί σου!