Θα μου λείπει πάντα το “μπαμπά” που δεν θα πω
Γράφει η Έφη Νερούτσου.
Ανέκαθεν ήμουν πολύ περήφανη για τον πατέρα μου. Ήταν καπετάνιος και μάλιστα πολύ καλός. Τον ήξεραν όλοι, μίλαγε πολλές γλώσσες, με έπαιρνε στα ταξίδια μαζί του και όλοι με πρόσεχαν για να μην του κάνω παράπονα.
Τον θαύμαζα για πολλά πράγματα μωρέ τώρα που το σκέφτομαι. Δεν ήταν καλός σύζυγος, ήταν όμως άριστος πατέρας και αυτό όσο αναφορά εμένα μου φτάνει.
Έχω πολλά να θυμάμαι. Έχω κρατήσει μόνο τα καλά. Τους καφέδες μας, το ότι κουτσομπολεύαμε τους πάντες.
Ο πρώτος που έμαθε ότι καπνίζω ήταν ο μπαμπάς μου.
-Μπαμπά, να σου πω, καπνίζω.
-Ε από βλακείες άλλο τίποτα εσύ και σου έχω πει εκατό φορές βγάλε αυτά τα σκουλαρίκια πια.
Θυμάσαι; Πάντα έτρεχα σε εσένα για ότι ήθελα γιατί ήξερα πως δεν θα μου πεις όχι. Βλέπεις, ήμουν η πριγκίπισσα σου, η μοναχοκόρη σου. Τόλμαγες να μου πεις όχι;
Στην Β’ λυκείου τσακώθηκες μέχρι και με τον διευθυντή του σχολείου μου. Μας είχαν ενημερώσει πως όσα παιδιά έχουν πολλές απουσίες για να πάμε στην εκδρομή πρέπει να έρθουν οι γονείς μας . Φυσικά δεν θα μπορούσα να το πω στην μαμά και ήρθες εσύ.
-Η κόρη σας έχει πολλές απουσίες.
-Λέτε να το ξέρετε εσείς και να μην το ξέρω εγώ; Ποιος είναι ο λόγος που με φωνάξατε;
-Για να σας ενημερώσω σχετικά με αυτό.
-Το γνωρίζω ήδη, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιο θέμα για την εκδρομή που να σχετίζεται με τις απουσίες από την στιγμή που έχουν δοθεί τα λεφτά.
Σε περίμενα έξω, βγαίνεις, με κοιτάς και μου λες ”Καλά χαζή είσαι; Έχεις κάνει όλες τις απουσίες σου τώρα; Στο β’ τετράμηνο δεν θα μπορείς να λείψεις. Όλα με μέτρο έχουμε πει”.
Για ένα λεπτό νόμιζα πως θα μου την σκάσεις στα μούτρα, σε κοίταξα, γέλασα, γέλασες και μου είπες ”Αι προχώρα, πάμε για καφέ και κοίτα μην το μάθει η μάνα σου θα μας κρεμάσει και τους δύο”.
Πόσο όμορφα περνάγαμε; Πάντα σε εσένα έλεγα για τα αγόρια μου και πάντα είχες κάτι να μου πεις. Σε έχασα ξαφνικά. Τόσο ξαφνικά που δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ πως θα είναι η ζωή μου χωρίς εσένα.
Δεν το πίστεψα πως πέθανες μέχρι που σε πήρα και το κινητό σου ήταν κλειστό. Στην κηδεία δεν μπήκα μέσα και έτσι δεν έχω καμία εικόνα που θα ήταν χαραγμένη μέχρι και σήμερα. Θυμάμαι μόνο τα καλά.
Το χαμόγελο σου, το κομπολόι σου, τα τσιγάρα σου, εσένα. Δεν έκλαψα ούτε όταν πέθανες, ούτε στην κηδεία. Έκλαψα όταν σε χρειάστηκα και δεν σε είχα. Εκεί κατάλαβα πως δεν θα σε έχω ξανά. Κάθε πρωτοχρονιά έκλαιγα γιατί δεν μπορούσα να σου πω ”Καλή χρονιά”.
Αυτό γινόταν μέχρι που ήρθες στον ύπνο μου και μου είπες να μην το ξανακάνω. Όσο πέρναγαν τα χρόνια κατάλαβα πως δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι αν τους αγαπάς και τους σκέφτεσαι.
Φυσικά μου λείπεις, φυσικά σε θέλω εδώ αλλά αν έρχεσαι στον ύπνο μου και μιλάμε μου φτάνει. Ξέρεις τι δεν σου έχω πει ποτέ; Πως έχω σκεφτεί την απουσία σου όταν με το καλό παντρευτώ.
Σήμερα είναι η γιορτή του πατέρα. Αν ήσουν εδώ θα σε έπαιρνα μια μεγάλη αγκαλιά, τόσο σφιχτή μέχρι να σκάσεις, θα σου έδινα ένα μεγάλο φιλί στα μάγουλα και μετά θα σου έλεγα πως ετοιμάζομαι να κάνω καινούργιο τατουάζ έτσι για να στην σπάσω.
LoveLetters