Γράφει η Τζένη Γιαννοπούλου
Μ’ακούς μαμά; Σου λέω “καλά” όταν στο τηλέφωνο με ρωτάς πως είμαι. Ακόμα και τις φορές που έχεις καταλάβει ήδη από τη φωνή μου πως δεν είναι έτσι. Λέω ψέματα ρε μαμά. Δε θέλω να στεναχωριέσαι. Δεν είμαι πάντα καλά.
Δεν ξημερώνουν όλες οι μέρες όμορφες μαμά. Είναι κι εκείνες που έχω ξενυχτήσει κλαίγοντας για εκείνα που έχασα, εκείνα που έφυγαν και δε θα ξαναρθούν, για τα χρόνια που περνούν και αφήνουν τα σημάδια τους επάνω μου.
Πού πήγε ρε μαμά; Πού πήγε εκείνο το μικρό κοριτσάκι που μόνο γελούσε και χόρευε, που ήθελε να γίνει ηθοποιός, τραγουδίστρια, χορεύτρια, και νόμιζε όλος ο κόσμος είναι δικός της;
Πού είναι εκείνο το κοριτσάκι με τον απίστευτο τσαμπουκά που όποιος της χωνόταν τον έβαζε στη θέση του; Εκείνη που κρεμούσε τα αγόρια στην κρεμάστρα για τα μπουφάν ή τα κυνηγούσε με τη σκούπα όταν την ενοχλούσαν; Εκείνο το κορίτσι με τη σπίθα στα μάτια, το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη και τις πληγές στα γόνατα από το παιχνίδι;
Μακάρι να είχα και τώρα πληγές στα γόνατα μόνο ρε μαμά. Γιατί θα μου έλεγες πως θα περάσει με λίγο ιώδιο κι εγώ θα σε πίστευα και θα συνέχιζα το παιχνίδι μου. Τις πληγές στην καρδιά και στην ψυχή πως τις γιατρεύουν ρε μάνα;
Πόσο ιώδιο να βάλω και πως να χαμογελάσω και να συνεχίσω; Ποιο χαμόγελο ρε μαμά; Μου το κλέψανε και αυτό. Οι πληγές είναι τόσο βαθιές που δεν κλείνουν πια…και με το παραμικρό αιμορραγούν. Με ρήμαξαν ρε μαμά. Πόσα πια χτυπήματα να αντέξει ένας άνθρωπος και να συνεχίσει απτόητος; Και μη μου πεις πάλι “είσαι δυνατή δε σε φοβάμαι εσένα” γιατί θα τσιρίξω.
Κουράστηκα να είμαι πάντα δυνατή ρε μαμά. Δε θέλω πια, μπούχτισα. Σιχάθηκα να μαζεύω συνεχώς τα κομμάτια μου και να παίζω τον ήρωα. Δεν είμαι ήρωας ρε μαμά. Δε θέλω να είμαι. Πονάω ρε μαμά το ακούς; Χαμογελάω ακόμα αλλά δεν είναι αληθινό. Χαμογελάω για να μη δουν οι άλλοι τα συντρίμμια μου. Να μη δουν τις πληγές μου.
Φοβάμαι μαμά. Φοβάμαι πως αν τις δουν θα καταλάβουν πως δεν είμαι και τόσο δυνατή και θα μου κάνουν κι άλλες. Φοβάμαι να ανοιχτώ στους ανθρώπους, δε νομίζω καν ότι ξέρω πλέον πως να το κάνω. Παριστάνω τη δυνατή για τόσο καιρό, πως τους γκρεμίζουν αυτούς τους τοίχους ρε μάνα; Και γιατί να τους γκρεμίσω; Για ποιον;
Δε ξημερώνουν ρε μαμά όλες οι μέρες όμορφες, αλλά να σου πω κάτι; Το παλεύω, ακόμα το παλεύω. Μόνη όπως πάντα. Και θα συνεχίσω να το παλεύω γιατί υπάρχουν άνθρωποι που στηρίζονται σε μένα, υπάρχουν κάτι ψυχούλες που έφερα στον κόσμο, που λατρεύω όσο τίποτα που δε θέλω να δουν τη μάνα τους κάτω.
Δε θέλω να με δουν νικημένη. Και να σου πω κάτι ρε μαμά; Μπορεί όλες οι μέρες να μη ξημερώνουν όμορφες, αλλά έμαθα να εκτιμώ αυτές που είναι και να προσπαθώ να κάνω εγώ τις υπόλοιπες όμορφες. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτή είμαι. Γιατί ποτέ δε θα αφήσω τη ζωή να πει ότι με νίκησε. Γιατί στο τέλος, εγώ θα νικήσω κι ας είμαι με χίλιες πληγές. Ακούς μαμά; Θα τις κάνω εγώ τις μέρες μου όμορφες.