Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Με θυμάσαι εμένα;
Εγώ είμαι αυτός που ανησυχούσες κάποτε να μην σου πάθω κάτι και στην σκέψη μόνο, βούρκωνες τάχα.
Εγώ είμαι αυτός που αν δεν σου έλεγα την καληνύχτα μου, σου ήταν αδύνατον να κοιμηθείς, και καλά. Κι αυτός που δίχως την καλημέρα μου, έλεγες πως η δική σου δεν ξεκίναγε, που μια χαρά τελικά ξεκίναγε.
Είμαι ο ίδιο ο άνθρωπος που τον αποκαλούσες άνθρωπο σου και τώρα με κοιτάς λες κι είμαι ξένος, λες κι είμαι εχθρός σου και σήμερα περνάς από δίπλα μου, λες κι είμαι αόρατος ή μου πετάς ένα παγερό και τυπικό “Γειά σου”.
Με θυμάσαι εμένα;
Εγώ είμαι εκείνος που μπροστά του ορκιζόσουνα πως θα γεράσεις μαζί του.
Είμαι αυτός που του έλεγες τα μυστικά σου, γιατί δεν εμπιστευόσουν κανέναν άλλο, έλεγες.
Είμαι ο τύπος που στεκόταν δίπλα σου στα πιο μεγάλα ζόρια σου, που έτρεχε να ικανοποιήσει κάθε σου επιθυμία και την κάθε ανάγκη σου κι εσύ του έλεγες, “είσαι ο θησαυρός μου και θα σε κρατήσω μέχρι τέλους”.
Με θυμάσαι ρε;
Είμαι ο χαζός, που εύκολα σε πίστεψε μια μέρα που τον πόνεσες πολύ κι ήρθες και του έδωσες τον λόγο σου κοιτώντας τον στα μάτια και δίχως καθόλου να ντραπείς, “δεν θα σε ξανά πονέσω ποτέ μου”, να χέσω μες στον λόγο σου μωρέ.
Είμαι ο ανόητος, που νόμιζε ότι τα μεγάλα λόγια σου τα εννοείς κι ότι δεν ήταν λογάκια σκέτα, κρίνοντας από τον εαυτό του, τώρα που λες, με μουντζώνω για να μη μου τα χρεωστάω.
Είμαι ο βλάκας, που του υποσχέθηκες ένα “για πάντα” κι ένα “μαζί” κι αυτός τα έχαψε, γιατί σπουδαία θεατρίνα μου, τον έπαιξες πολύ καλά τον ρόλο σου, στην υποκριτική τέχνη, το ομολογώ πως είσαι για βραβείο!
Έλα πες, σου θυμίζω κάτι;
Εγώ, για να σε βοηθήσω λίγο, είμαι εκείνος που κάποτε σου έφτιαξε ένα κρεβάτι μόνο για σένα, που ήξερε τι τρως και τι δεν τρως, που γνώριζε πως νιώθεις πριν καν να του μιλήσεις.
Είμαι εκείνη η μόνιμη η δεδομένη κι η βέβαιη σου αγκαλιά, ακόμη κι όταν λάθευες, πολλές φορές μάλιστα, ακόμη κι όταν δεν την άξιζες.
Είμαι το “δεν πειράζει”, ακόμη κι όταν πείραζε και το “μη μου φοβάσαι” κι ας φοβόμουνα εγώ.
Θυμάσαι καθόλου ποιος είμαι εγώ;
Είμαι αυτός που του στόλιζες θανάτους, φορώντας τους για λίγο την φορεσιά ζωής. Κι αυτός που στα πιο όμορφα σου καλοκαίρια που σου άπλωνε, εσύ του τα χαλούσες με βροχές.
Αυτός που του γέμιζες το ποτήρι με κόκκινο γλυκόπιοτα κρασί και στάλαζες σταγόνες δηλητήριο πίσω από την πλάτη του.
Αυτός που από μπροστά του, του δήλωνες με στόμφο, πίστη, υπερηφάνεια και λατρεία κι από πίσω του τον σταύρωνες και τον αποκαθήλωνες πετώντας τον στα χώματα για να τον φάνε τα σκυλιά σου.
Πες μωρέ, με θυμάσαι εμένα;
Θυμάσαι άραγε έστω ένα απ΄ τα ωραία σου ψέματα, που με ευκολία μου ξεστόμιζες;
Θυμάσαι έστω κι ένα βράδυ, απ΄ τα αμέτρητα που σου διέθεσα;
Θυμάσαι έστω και μια μέρα, από τις χιλιάδες που γενναιόδωρα σου χάρισα;Δεν ξέρω τελικά εσύ αν με θυμάσαι ή αν με ξέχασες, μα εγώ, αν θες να ξέρεις, ούτε σε ξέχασα ποτέ μου, ούτε και μπόρεσα ποτέ να σε μισήσω, λίγος θυμός μου έχει απομείνει μόνο. Με εμένα τα έχω ρε γαμώτο, που δεν σου μοιάζω και τα θυμάμαι όλα!