Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Κάνε λίγο πιο εκεί σε παρακαλώ! Μου κρύβεις τον ήλιο! Και είναι, επιτέλους, καλοκαίρι και θέλω να λουστώ με το άπλετο, ζεστό φως του. Δεν θέλω άλλο να κάθομαι στα σκοτάδια και στις σκιές! Θέλω να σταθώ ορθή απέναντί του! Να τον κοιτάξω κατάματα.
Μην ανησυχείς! Δεν θα με τυφλώσει το πολύ το φως του ούτε θα καώ από τη ζέστη του. Μην σκας! Άλλωστε ούτε μάνα μου είσαι ούτε τίποτε για να ανησυχείς για εμένα. Μου τα είπες πολλάκις αυτά. Το κατάλαβα, δεν μου είσαι τίποτα. Εγώ σε έβαλα ψηλά μου κι αυτό ήταν το λάθος μου. Κι έτσι τώρα στέκεσαι εμπρός μου, ξεπροβάλλεις στο διάβα μου και απλώς… με εμποδίζεις!
Να χαρείς, λοιπόν! Κουνήσου! Κάνε λιγάκι πιο πέρα! Να, τόσο δα, ίσα για να περάσω και… να σε προσπεράσω! Μου κλείνεις το δρόμο μου κι όσο στέκεσαι εκεί μένω στάσιμη και χορταριάζω. Σαν πέτρα ριζωμένη. Δεν το θέλω! Θέλω να κυλήσω κι ας αλλάξω τη μορφή μου! Θέλω να αλλάξω και να πάω μπροστά, σε άλλα μονοπάτια και σε άλλες αγκαλιές. Θέλω να ζήσω αυτήν την εποχή στο έπακρο!
Κι αυτός ο ήλιος… Πόσο ζεστός είναι! Με καλεί να απλώσω τα χέρια μου και να τρέξω προς το μέρος του! Καλοκαίριασε! Πως πέρασαν οι εποχές και δεν το πήρα είδηση; Πώς έγινε κι έμεινα κολλημένη τόσον καιρό σε έναν ατέλειωτο χειμώνα; Ευτυχώς, όμως, μετά τα κρύα, όπως πάντα, ήρθαν οι ζέστες και ήρθε η ώρα για φευγιό και ταξίδι.
Πρέπει να πάω εκεί! Εκεί που η αλμύρα ξεπλένει τις μνήμες και πνίγει τα λάθη σου και ο ήλιος στεγνώνει τις αναμνήσεις και τα δάκρυά σου. Εκεί που το καλοκαίρι δεν είναι απλώς μια εποχή, είναι κάτι παραπάνω. Είναι η συνέχεια του σήμερα και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο που θα έρθει στη ζωή σου. Εκεί που όλα είναι κάτι κι ακόμα και το τίποτα μοιάζει ουσιαστικό. Εκεί που θες να ζεις για πάντα χωρίς όρια και τέλος. Εκεί πρέπει να πάω!
Για αυτό σου λέω! Κάνε λίγο πιο εκεί! Ενοχλείς και δεν πρέπει να στέκεσαι εμπόδιο ανάμεσα σε εμένα και στο φως μου! Τα είπαμε αυτά! Πρέπει να πάω μονάχη μου μπροστά!