Κάτι ήξερες που με εδιωξες κάτι ήξερα που έφυγα..
Γράφει η Αμάντα Παναγιώτου
Κάτι ήξερες που με εδιωξες κάτι ήξερα που έφυγα..
Πιστεύω ότι δε μπορούν όλοι άνθρωποι να συνυπάρξουν μαζί κι ας είναι τρελοί ο ένας για τον άλλον, τι σημασία έχει;;
Εμείς μαζί χωριό δε κάναμε μάτια μου.
Άλλο έργο εγώ λίγο πιο ανάλαφρο πιο χαριτωμένο και να χάσεις πέντε λεπτά υπόθεσης δε χάνεις την ουσία.
Εσύ πάλι πολύ βαρύς ρε παιδί μου, ταινία για ψαγμενους έως “βαρεμενους”, ματιά καρφωμένα στην οθόνη μη μας ξεφύγει ούτε κιχ.
Εγώ χόρευα στη βροχή και εσύ φοβοσουν το νερό της βρύσης.
Εσύ ζούσες βάση προγράμματος σαν ρομπότ ένα πράγμα και από εμένα ξεχειλίζει ο αυθορμητισμός, δεκάρα δε δίνω για το χρόνο που περνάει.
Εγώ διεκδικώ και εσύ βολευεσαι, πως το κάνετε αυτό το πράγμα εσείς οι μισάνθρωποι πότε δε κατάλαβα.
Θυμάμαι έτρεχα να σε αγκαλιάσω και εσύ απλά περίμενες ακίνητος.
Έτσι είσαι εσύ, μέσα σου μόνο εσύ ξέρεις τι κουβαλάς, το έξω σου όμως αυτό το βλέμμα σου το παγωμένο, αυτό το χαμόγελο το τυπικό και όλα γύρω σου αν δε σου χρησιμεύουν κάπου σου είναι τελείως αδιάφορα.
Ξέρω πως κάποτε δακρυζες σε ένα όμορφο τοπίο ξέρω πως κάτι σε έκανε να πνιγεις όσα νιώθεις αλλά εμένα δε με σκέφτηκες πότε.
Κουράστηκα και εγώ να ψάχνω πίσω από κάθε συμπεριφορά σου τι μπορεί να σημαίνει το καθετί.
Εσύ δεν θα πετούσες πότε μαζί μου στα σύννεφα και εγώ δε θα έπεφτα πότε σε αυτή τη σοβαροφάνεια.
Για όλους υπάρχει εκεί έξω αυτό το άλλο μισό που λέμε.
Εμείς κάπου χάναμε αλλά και κάπου κερδίσαμε.
Γι αυτό σου λέω μακριά και αγαπημένοι και ότι είναι να έρθει θα μας βρει, άλλωστε δε κρυφτηκαμε ποτέ.