Γράφει η Πράξια Αρέστη
Να που μεγάλωσα…
Και τι κατάλαβα;
Ότι όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο δύσκολα γίνονται όλα.
Χάνεις ανθρώπους, οι σχέσεις δυσκολεύουν, κλείνεσαι στον εαυτό σου, πλήττεις με όλα, ξεχνάς τι είναι ο έρωτας κι αν κάποιος στο θυμίσει θα σου βγάλει την ψυχή.
Ζεις για τους άλλους και όχι για σένα. Αυτοθυσιάζεσαι νομίζεις. Όμως, βολεύεσαι. Είναι πιο εύκολο να ζεις ως ηττημένος παρά ως νικητής. Κανείς δεν περιμένει τίποτα παραπάνω από σενα, ούτε καν ο ίδιος σου ο εαυτός.
Να που μεγάλωσα και έμαθα.
Έμαθα να αγαπώ συγκρατημένα. Να βάζω στα αισθήματά μου θηλιά μπας και βγουν έξω τα βράδυ και τρομάξουν τον κόσμο με τις φωνές τους.
Έμαθα να μη ζητάω, να μη ρωτώ, να αποδέχομαι τη μοίρα μου, να μην αντιδρώ, να την βγάζω μόνη μου με ένα βιβλίο, τσιγάρα και υπνωτικά.
Έμαθα ότι είναι κακό οι άνθρωποι να νιώθουν. Σε λένε τρελό. Σε τέτοια ηλικία τι τους θες τους έρωτες; Τι τα θες τα έξω; Τα ταξίδια; Τα κρασιά; Τους φίλους; Κάτσε σπίτι σου μη σε παρεξηγήσουν. Λες και έχεις πεθάνει και δεν το ξέρεις. Λες και κάθε ηλικία ορίζει ποιος είσαι και τι πρέπει να κάνεις για να είσαι αποδεκτός.
Να που μεγάλωσα…
και καταφέρατε να γίνω σαν τα μούτρα σας. Συμβιβασμένη. Υποταγμένη. Κουρασμένη. Χωρίς ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Χωρίς τη σπίθα του να παλέψουμε για ένα καλύτερο κόσμο. Το σύστημα είναι σάπιο από πολύ βαθιά στη ρίζα κι ο καθένας κοιτάει μόνο τη μίζερη ζωή του.
Να που μεγάλωσα, μα υπάρχουν πράγματα που κανείς δεν μπορεί να μου πάρει. Όπως τα σύννεφα, τη θάλασσα, τα όνειρα, τη φαντασία μου που ταξιδεύει πάντα σε σένα και σε βρίσκει σε ένα κόσμο που είναι οκ να νιώθουν οι άνθρωποι. Σε ένα κόσμο που πάντα έρχεσαι όταν σε ζητήσω. Που μου μιλάς με τις ώρες, με αγκαλιάζεις, με φιλάς και δε νιώθω ποτέ μόνη…
Να που μεγάλωσα μα δεν έπαψα ούτε μέρα να σ’ αγαπώ. Στον δικό μου κόσμο είμαστε εσύ κι εγώ.