Γράφει η Κική Γ.
Κοιτάζω και ξανά κοιτάζω το μήνυμα σου. Τώρα μετά από τόσο καιρό;
Τώρα μετά από τις τόσες προσπάθειες που έκανα; Τώρα με θυμήθηκες; Ήμασταν μαζί 10 ολόκληρα χρόνια. Ζούσαμε έναν μεγάλο έρωτα. Κουμπώσαμε.
Κάναμε όνειρα, σχέδια και περιμέναμε τη μέρα του γάμου μας με λαχτάρα. Φροντίσαμε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Θέλαμε να είναι όλα τέλεια και με αγάπη ασχοληθήκαμε πολύ, για όλα όμως. Καθισμένοι πλάι-πλάι προσμέναμε και μετρούσαμε τις μέρες.
Εικόνες περνούσανε από μπρος μας ολοζώντανες και πειραζόμασταν μη τυχόν και σου πατήσω το πόδι ή μη τυχόν και σε πασαλείψω με την τούρτα και σκάσουμε όλοι μαζί στα γέλια. Διαλέξαμε το τραγούδι μας.
Το χορεύαμε και αισθανόμασταν τόσο έτοιμοι για όλα. Η καρδιά μας χτυπούσε και λαχταρούσε. Ήθελα να σε δω να με περιμένεις καμαρωτός, φορώντας το καταπληκτικό μπλε κουστούμι σου και δεν ανάσαινα στην ιδέα.
Σκεφτόμουν την ανθοδέσμη μου στα χέρια σου και με μεθούσε η ιδέα και μόνο. Θα με περίμενες εκεί στα σκαλιά της εκκλησίας, θα με κοιτούσες στα μάτια με τον δικό σου μοναδικό τρόπο και μια φανταστική κοινή ζωή θα ξεκινούσε.
Καλή η ιστορίας μας, καλό και το σενάριο για ταινία, μα δεν παίχτηκε ποτέ πουθενά. Δεν βρέθηκαν ξανά οι πρωταγωνιστές ούτε στη ζωή, ούτε στα γυρίσματα. Διαλύθηκαν τα πάντα. Τα πάντα όμως. Ζούσα έναν εφιάλτη πια, κοιτώντας το νυφικό που τελικά δεν φόρεσα, ούτε το τεράστιο κατάλευκο πέπλο του.
Οι μπομπονιέρες παρέμειναν στα στολισμένα καλάθια. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το προσκλητήριο. Ήθελα να καούν όλα και μαζί τους και εγώ. Όμως, μάζεψα τα κομμάτια μου και έκανα αγώνα να ξανά δημιουργήσω μαζί σου ό, τι καλύτερο. Μια, δυο, τρεις. Καμία τύχη.
Η πόρτα έκλεινε ερμητικά. Έχασα κάθε ελπίδα. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Είπα δεν μπορεί, θα συνέλθει. Σου έδωσα κι άλλο χρόνο, έβαλα και άλλο νερό στο κρασί μου. Ήταν άδικο. Δεν σε συγκίνησε τίποτα!
Έκλεισα το βιβλίο της ζωής μας. Πέθανα μαζί του και πέθανες και εσύ. Τέλος! Ξαναγεννήθηκα αναγκαστικά και βήμα βήμα προσπαθώ να προχωρήσω. Ξανά από την αρχή. Όλα από την αρχή. Άνοιξα καινούργια κεφάλαια, σήκωσα το κεφάλι και είδα κατάματα τον ήλιο. Πήρα βαθιά ανάσα και είπα. Δεν σου αξίζει να σέρνεσαι.
Σήκω και συνέχισε. Είμαι καλά και παλεύω να γίνω καλύτερα. Και έτσι ξαφνικά, ξύπνησες. Κατάλαβες, μετάνιωσες, τσαλαπάτησες τον εγωισμό σου, ζήλεψες, σου έλειψα..
Δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Πόσο άθλιος μπορεί να είσαι. Πεθαίνεις στην κυριολεξία έναν άνθρωπο, καταστρέφεις έναν μεγάλο έρωτα, διαλύεις μια οικογένεια στο παρά πέντε, αγνοείς κάθε μου προσπάθεια, με εξευτελίζεις και απλά στέλνεις ένα μήνυμα και όλα καλά.
Όταν πουλάνε αγοράζουν. Κάποια αντίο μας αλλάζουν και μας αλλάζουν οριστικά!
Έχασες. Μόνο αυτό. Να το θυμάσαι!