Γράφει η Ελεονόρα Κοκκίνη
Τα πιο δυνατά αισθήματα ξεκινούν ξαφνικά, έτσι δε λένε; Εκεί που δεν το περιμένεις, ένα βλέμμα φέρνει τα πάνω κάτω και δεν είναι κάτι που μπορείς να ξεχάσεις. Η ιστορία ξεκινά αργά και με σταθερά βήματα και πριν το καταλάβεις ένα καινούργιο πρόσωπο έχει εισβάλλει στην καθημερινότητα σου και έχει γίνει μέρος της.
Η «συνήθεια» –που όλοι καταδικάζουν– σου χαρίζει μοναδικές στιγμές, μια ανεξήγητη ανυπομονησία και μια γλυκιά ηρεμία. Έρχεσαι κοντά μ’ έναν άνθρωπο που ποτέ δεν περίμενες να δεθείς, μοιράζεσαι σκέψεις, εμπειρίες και αφήνεσαι νοητά στα χέρια του ξεχνώντας τα παλιά. Δεν ξέρεις πού θα βγει, αλλά είναι κάτι που δεν προλαβαίνεις και να αναλύσεις. Απλά ζεις.
Ανακαλύπτετε συνεχώς κάτι καινούργιο, μαθαίνετε ο ένας από τις εμπειρίες του άλλου και στο προσκήνιο έρχεται ο καλύτερός σας εαυτός. Θέλετε να βελτιωθείτε σε σημεία που θεωρείτε πως υστερείτε για να εντυπωσιάσετε (ναι, να εντυπωσιάσετε, ας μην κρυβόμαστε) κι έτσι ξεκινάτε το διάβασμα, τον διαλογισμό, το μαγείρεμα ακόμη και τη ζωγραφική. Όχι πως είναι απαραίτητο, μιας και η προσωπικότητά σας έχει κάνει ήδη τις απαραίτητες κινήσεις της, αλλά καθετί που ενισχύει τα ήδη υπάρχοντα προσόντα σας έχει θετικές επιπτώσεις πρώτα σ’ εσάς.
Περνάτε όλο και περισσότερο χρόνο μαζί. Ακόμη κι όταν δεν προλαβαίνετε από τις υποχρεώσεις θα δημιουργήσετε εσείς το χρόνο, θα στριμώξετε το πρόγραμμα και τις δουλειές και θα αφιερώσετε έστω και 5 λεπτά ο ένας στον άλλο. Μετά από αυτά πώς γίνεται να μη χτυπήσουν κόκκινο τα αισθήματα; Μια γλυκιά εξάρτηση έχει αναπτυχθεί και είναι ανεκτή και από τους δυο.
Νοιάζεστε, ενδιαφέρεστε, αγαπάτε. Το πρώτο βλέμμα που είχε φέρει τα πάνω κάτω έχει ωριμάσει και κρύβει πολύ περισσότερα από μια απλή επιθυμία. Πλημμυρισμένοι απ’ όσα νιώθετε συνεχίζετε παρέα τη διαδρομή προς το άγνωστο.
Και τι διαδρομή θα ήταν αυτή αν δεν υπήρχαν σκαμπανεβάσματα; Απότομες κατηφόρες με δύσκολες ανηφόρες, επικίνδυνες στροφές που δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις, αλλά ψάχνετε το τέλος της κουραστικής ανάβασης και την ευθεία χωρίς εμπόδια. Βγαίνετε αλώβητοι και η πορεία συνεχίζεται. Όχι –για– πάντα όμως.
Οι μπόρες που συναντήσατε επηρεάζουν και εξαντλούν. Αγαπάς, νοιάζεσαι αλλά το τέλος σε περιμένει στην επόμενη στροφή και είναι το ίδιο ξαφνικό όπως ήταν και η αφετηρία. Δεν έχεις πολλά να πεις πλέον. Το ίδιο το βλέμμα είναι που τα λέει όλα γι’ άλλη μια φορά. Ξέρετε τη συνέχεια και δεν μπορείτε να την αποτρέψετε. Ίσως και να μη θέλετε.
Η καλύτερη στιγμή για να τελειώσει κάτι με αξιοπρέπεια είναι η στιγμή που βρίσκεσαι στο τοπ, στην κορυφή, πριν σας πάρει η άσχημη κατηφόρα και διαλύσει τον σεβασμό που νιώθει ο ένας για τον άλλον. Πριν οι καβγάδες από τις μάταιες προσπάθειες σας αλλοιώσουν. Πριν συναντήσεις το βλέμμα που δεν ήθελες ποτέ να δεις.
Αλλά ποιος αντέχει να μην προσπαθήσει; Ποιος αντέχει να παραδώσει τα όπλα χωρίς μια γενναία μάχη νωρίτερα; Μια μάχη που δε θα ορίσει νικητή αλλά θα αφήσει τα σημάδια της επάνω σας, σε κοινή θέα να πονάν και να βασανίζουν. Και η πορεία –για την επούλωση αυτή τη φορά– συνεχίζεται με διαφορετικό δρόμο για τον καθένα…
Με ρώτησες που πήγε το φυλαχτό που μου χάρισες για να με προσέχει. Δεν το έβλεπες πια στο χέρι μου. Ξέρεις, δεν άντεχα να το βλέπω. Μου θύμιζε συνεχώς το πόσο έχεις αλλάξει. Δέχομαι την επιθυμία σου αλλά δεν μπορώ να την αντικρίζω. Θέλω να νιώθω και να θυμάμαι αυτό που ήσουν κάποτε. Αυτό που ήσουν εκείνη τη μέρα. Θυμάσαι;
Το φυλαχτό δε φεύγει ποτέ από πάνω μου. Χάθηκε μόνο από το οπτικό μου πεδίο. Όπως κι εσύ.