Γράφει ο Τριστάνος
Ακόμα δεν έχω βγάλει την μυρωδιά σου από πάνω μου. Την έχω αφήσει εκεί, να με βασανίζει σε κάθε ανάσα που προσπαθώ να πάρω, για να με γυρίζει σε ένα καλοκαίρι, που το γέμισες με το άρωμά σου – στο δικό μας καλοκαίρι.
Σε αυτό, που με τα μάτια σου έβαφες τις θάλασσες στο πιο όμορφο γαλάζιο που υπάρχει και με το γέλιο σου να συναγωνίζεται τον αντίλαλο των κυμάτων, χαΐδευες την ψυχή μου με νότες που ασίγαστο πόθο ανέτειλαν.
Κι όταν τα χέρια σου τυλίγονταν γύρω απ’ το κορμί μου, σε απόκρημνους δρόμους και μαγικούς προορισμούς – που με το δίτροχο ανακαλύπταμε – μου ξυπνούσαν ένστικτα που είχα ξεχασμένα κι ευχόμουνα τόσο πολύ να μ’ αγαπήσεις.
Ο νους μου χάραζε πορείες σε ανεξερεύνητες ηδονές και μαζί παραδώσαμε τα σώματα μας, βορά στην φλόγα και στην τρέλα του πάθους μας.
Κορμιά ανακατεμένα με αρμύρα και υποσχέσεις, ενώθηκαν χωρίς φραγμούς κάτω από καλοκαιρινά φεγγάρια – που είχαν τη γεύση την ανεμελιάς – και ένας άνεμος ελευθερίας τα απογείωσε, χαρίζοντας μας στιγμές, που γράφτηκαν μέσα μας σαν πρόλογος, για ένα επερχόμενο αριστούργημα, που θα έσβηνε κάθε αποτυχημένο κεφάλαιο της ζωής μας.
Ρουφούσα τη δίνη της ψυχής σου, σε θύελλες που αντάριαζαν την θνητή μας υπόσταση κι αγκομαχώντας έφταναν σε απάτητες κορφές, για να μας χαρίσουν ανομολόγητους οργασμούς, ανακατεμένους με δάκρυα λύτρωσης.
Κρυφές σκηνές, ποτισμένες με ανάγκες ανεκπλήρωτες, έβρισκαν χώρο και τρόπο να σαρώσουν το σκοτάδι, γράφοντας νύχτες που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι ποιητές.
Ανήμερα θεριά καταπίναμε ο ένας τον άλλον, με γεύσεις πότε άγριες σαν τα απότομα μπουρίνια του καλοκαιριού και πότε γλυκές, σαν ζαχαρένια πεπόνια που στάζει το νέκταρ τους από το στόμα μικρού παιδιού.
Στα σκοτάδια πεταγόμουν ανήσυχος, να δω αν είσαι δίπλα μου ή αν έφυγες – σαν όνειρο που σβήνει την αυγή – και όταν την αγαπημένη σου σιλουέτα ξεχώριζα και η μυρωδιά σου με τύλιγε ξανά, περνούσα κάτω από τη μέση σου το χέρι μου, γερά να σε κρατήσω και μέσα μου να σε χωρέσω. Να γίνουμε “ένα” και όλα τα καλοκαίρια μας από δω και πέρα, να έχουν μέσα το δικό μας ταξίδι.
Κι ώρες ατελείωτες χάζευα τις θάλασσες σου και έπινα απ’ τα χείλη σου κείνο το νερό, που από μόνο του ξεδιψάει τον κάθε ταξιδευτή και δύναμη του δίνει να αντιμετωπίσει όλες εκείνες τις δυσκολίες που θα ερχόντουσαν.
Ήρθες και μου έδωσες το καλοκαίρι σου και εγώ το έφτιαξα εποχή για όλο το χρόνο, γιατί ήσουν ΕΣΥ που θα έφτιαχνες τις εποχές και όχι οι βροχές το κρύο και τα κοινά σημάδια των καιρών.
Και το καλοκαίρι τελείωσε…
Και μαζί του τέλειωσες και συ!
Κι ο ουρανός έγινε πάλι γκρίζος.
Τα φεγγάρια αδιάφορα και μίζερα.
Το μαξιλάρι μου, “άδεια σκηνή” χωρίς τα μάτια σου.
Οι μέρες μου βουβές χωρίς το γέλιο σου.
Τα πρώτα κρύα, θα ταιριάξουν με την καρδιά μου.
Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να θαμπώνουν τη μορφή σου.
Κι αν όλα αυτά που θα έρθουν, προσπαθήσουν να σε σβήσουν από μέσα μου, ένα πράγμα ποτέ δεν θα μπορέσουν.
Κανένας δεν θα μου πάρει την μυρωδιά σου!
Μαντμουαζέλ….