Γράφει η Αγγελική Καμπέρου
Μεγάλη η παρέα χθες, γνωστοί, φίλοι καλοί και άλλοι λιγότερο. Κουβέντες διάσπαρτες στον αέρα και εγώ έχω χαθεί σε σκέψεις, με ένα ποτηράκι του κρασιού στο χέρι, κουνάω καταφατικά το κεφάλι χωρίς να έχω ακούσει κουβέντα.
“Πάλι εκεί τρέχει το μυαλό σου;” έρχεται η ερώτηση από καλό φίλο να σκάσει σα βόμβα στα αυτιά μου. Γυρίζω με έκπληξη, σαν να άκουσα πραγματικά για πρώτη φορά απόψε.
“Μα καλά, τι στο καλό σας δένει πια; Δεν βαρέθηκες;” δεύτερη ερώτηση και χαμογελάω ειρωνικά.
Τι να εξηγώ και τι να καταλάβουν. Όσο κι αν προσπαθώ να βάλω τις λέξεις σε μια τάξη, να βγάλουν έστω κάποιο νόημα, δεν γίνεται.
Μπλέκονται και γίνονται κουβάρι.
-“Και να σου πω δεν θα καταλάβεις.”
-“Δοκίμασε με, δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι.”
Ανάσα βαθιά και πάμε, ότι βγει και ότι καταλάβει.
Είναι να, που μπορώ να είμαι ο εαυτός μου χωρίς δυσκολία, που τα βράδια που οι ανάσες γίνονται πιο δύσκολες και πιο βαριές εκείνη η αγκαλιά κουμπώνει τέλεια και αλαφρώνει το μέσα μου και νιώθω σαν πούπουλο που αιωρείται.
Είναι που τα βλέμματά μας μιλάνε για μας, σαν από πάντα να γνωριζόμαστε, σαν ο ένας να είναι κομμάτι του άλλου.
Καταλαβαίνεις; Είναι εκείνα τα μικρά και αδιάφορα για τους άλλους που για εμάς είναι τα πιο σημαντικά.
Ξέρω δεν καταλαβαίνεις.
Καταλαβαίνουμε όμως ο ένας τον άλλο και ίσως αυτό τελικά να αρκεί.
Σηκώνω το κεφάλι μου να πιω λίγο από το κρασί μου, να ρίξω λίγο τους παλμούς μου και τώρα όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω μου.
Ανυπόμονα βλέμματα, χαμόγελα νοσταλγικά και μερικά λυπημένα με κοιτάνε σαν κάτι να περιμένουν.
“Συνέχισε”, λέει ο φίλος που έριξε τις βόμβες, μα τώρα κάτι έχει αλλάξει. Σαν να μην με επικρίνει πια.
Τον κοιτάω, “να μωρέ, θα βαρεθείτε, κρίμα είναι, αφήστε με εμένα να ονειροπολώ και πείτε τα εσείς.”.
Σύσσωμο το τραπέζι αναφώνησε όχι και βρέθηκα ακόμα μια φορά να προσπαθώ να εξηγήσω τι μας δένει εμάς τους δύο.
Μια αόρατη κλωστή, σαν αυτές που είχαν οι μοίρες και έκοβαν και έραβαν ανάλογα τα κέφια. Τους ξέφυγε όμως αυτή και δεν την έκοψαν ποτέ και έμεινε αέναα να αιωρείται στο σύμπαν.
Είναι τόσο εύκολο να είμαστε μαζί και συνάμα τόσο δύσκολο κι όμως με κάποιο τρόπο βγάζει νόημα. Δεν ξέρω, είναι από εκείνα τα ανεξήγητα δεσίματα, που όσο κι αν προσπαθήσεις, όσο κι αν θέλεις είναι άρρηκτα, αδιάσπαστα. Νομίζα θα κουραστώ, θα βαρεθώ, θα θέλω να τελειώσει, παρ’ όλα αυτά είναι τόσο εύκολο να είμαστε κι ας μην είμαστε.
Είναι ο καλύτερος τρόπος που μπορώ να εκφράσω τι είναι εκείνο που μας δένει κι ας είναι τόσο μπερδεμένος.
Εις υγείαν τώρα!
Ίσως κάποια άλλη φορά τα υπόλοιπα, να έχω βάλει τις σκέψεις μου σε τάξη.