To κύμα και η θάλασσα, δεν χώρισαν ποτέ.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Με κοιτάς και ξέρω πως το τέλος έχει έρθει.
Δεν μιλάς, δεν χρειάζεται πολλά να πεις.
Παράταση στη ζωή με θάνατο δεν γίνεται να δώσεις μάτια μου και το ξέρεις.
Σ’ αφήνω να ξεμακραίνεις.
Σου ανοίγω το δρόμο να περάσεις.
Τον έχω καθαρίσει το δρόμο, μην τρομάζεις.
Τον καθάρισα από σκουπίδια και αγκάθια.
Πήρα όλα τα σκοτάδια και τα έκανα δικά μου.
Πήρα τις μνήμες, πήρα τις πληγές. Πήρα τα λάθη και τα έκανα όλα δικά μου.
Ο δρόμος σου να είναι καθαρός. Χωρίς αγκάθια.
Έκλεισα πίσω μου τις πόρτες.
Σφράγισα και κάθε χαραμάδα που έβρισκα κι έμπαινα.
Κάθε χαραμάδα που γινόταν μονοπάτι για να μπαίνω και να καταρρίπτω κάθε όρκο για «κανείς» και «ποτέ».
Και τώρα που όλα τα κλείσαμε και τα ασφαλίσαμε, κοίτα μέσα σου.
Από εκεί κανείς δεν μπορεί να με ξεριζώσει.
Από εκεί κανείς δεν μπορεί να με διώξει.
Από εκεί δεν μπορώ να με βγάλω γιατί είσαι εσύ που με κρατάς.
Με ελευθερώνεις κι εγώ γαντζώνομαι από την ψυχή σου φοβισμένη.
Τι ξέρω από φόβο;
Ξέρω τους φόβους σου όλους.
Έναν έναν, μου τους ψιθύριζες τις νύχτες.
Κι εγώ μέσα σου θα ζω.
Εκεί που θα με κρατάς κουρνιασμένη, ήρεμη, ευτυχισμένη και ελεύθερα φυλακισμένη.
Ελεύθερη σαν αέρας που θα ξεσηκώνει τα κύματα.
Μα μακριά από την θάλασσά μου δεν θα ζω.
Κι όσο εσύ θα ακούς το όνομά μου μέσα στα κύματα, εγώ έτσι θα ζω και θα σκοτώνομαι.
LoveLetters