Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Τριγύρω εμπόδια. Παντού δυσκολίες. Παντού δικαιολογίες. Γύρω γύρω λάθη, ίντριγκες, μασημένα λόγια και σκυφτά κεφάλια. Σε κάθε γωνιά και από ένας σκυθρωπός διαβάτης και εκείνη στη μέση της σκηνής, πρωταγωνίστρια, να παρακολουθεί τη ζωή της μέσα από τους άλλους.
Δικαιούται την ευτυχία και η ευτυχία απομακρύνεται λες και έχει μαζί της τσακωθεί. Δικαιούται τη χαρά, τον έρωτα, τη ξεγνοιασιά και αυτές οι λέξεις μοιάζουν ολοένα και δύσκολες σα να μην υπήρξαν στο λεξιλόγιο ποτέ.
Ψάχνει την ασφάλεια σε λάθος αγκαλιές και η ανασφάλεια την έχει κυκλώσει από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Ψάχνει το συναίσθημα σε ανθρώπους που δεν ένιωσαν ποτέ και έχει γίνει μια ζωντανή, απάνθρωπη, χωρίς ψυχή γυναίκα.
Απογοητεύεται. Φωνάζει. Κλαίει στα κρυφά, κατηγορεί τον εαυτό της και μια μοίρα που δεν υπάρχει πουθενά. Προσμένει. Ελπίζει στα βουβά και εθελοτυφλεί σε κάθε λάθος επιλογή λέγοντας απλά πως «έτυχε». Βουρκώνει σε κάθε δύσκολη στιγμή και μεμψιμοιρεί για ακόμα μια φορά προκαλώντας το «κακό» να ρθει ξανά.
Όλοι γεννήθηκαν για το μαζί, αρκεί να το θέλουν και εκείνη πιστεύει ακόμα στο αντίθετο. Όλοι έχουν κάπου χαμένο ένα ταίρι και εκείνη εξακολουθεί να πιστεύει πως δε θα το βρει ποτέ. Όλοι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία και εκείνη νομίζει πως γι αυτήν έχει πια χαθεί. Όλοι έχουν μια θέση στη καρδιά κάποιου άλλου και εκείνη πιστεύει πως δεν υπάρχει πια κανείς.
Μέσα στο μαύρο του ονείρου. Μέσα στο σκοτάδι μια ζωής χαμένης. Μέσα στη σύννεφα από τις μπόρες που θα ρθουν. Μέσα από χαμένες στιγμές που πέρασαν και άλλες τόσες που θα ρθουν. Μέσα από γκρεμισμένα κάστρα που χάθηκαν στην άμμο τη χρυσή. Μέσα από ανεμοστρόβιλους και μπόρες γεμάτες λάσπη, βρες το μονοπάτι που σε περιμένει και χάραξε τη διαδρομή. Χαμόγελα σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά και γίνε η γυναίκα που θες και ονειρεύεσαι. Κανένας δε περπάτησε το δρόμο του με λιακάδα. Μέσα από τις συννεφιές όμως έβρισκαν πάντα το καλύτερο τοπίο.