Μέχρι ο Ήλιος κι η Σελήνη να γίνουν Ένα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Σελήνη.
Άκουγε τα παράπονα των ερωτευμένων, τα ουρλιαχτά των λύκων, τους θρήνους των χαμένων ψυχών.
Αιώνες λαχταρούσε να βρει τον Ήλιο.
Άδικα πλασμένο Σύμπαν..
Ερχόταν μόνο για μια νύχτα κάπου κάπου για να γίνουν Ένα και μετά χανότανε.
Κάθε βράδυ έμπλεκε τα μοιρολόγια της μαζί με τους θνητούς.
Τους αγάπησε. Μόνο εκείνους μπορούσε να παρηγορεί και να τους λούζει με το φως της.
Σιχτίριζε την μοίρα της. Μάθαινε για εκείνον από τα κοντινά του αστέρια, που στόμα με στόμα έφταναν τα νέα του στην αγκαλιά της.
Έβγαινε λένε κάθε που εκείνη κοιμότανε.
Χάιδευε τα δέρματα των ανθρώπων με την ζέστη του κι εκείνοι τον αποζητούσαν διαρκώς.
Όσο πιο κοντά τους πήγαινε, τόσο άδειαζαν τα ρούχα τους.
Έπαιζε με τα παιδιά. Γαργαλούσε τις συνειδήσεις των καταραμένων ποιητών που ξόδευαν την νύχτα τους με το φεγγάρι.
Η Σελήνη ένιωθε μεγάλη μοναξιά και ζήλεια.
Έρωτα βαθύ κι απόλυτο μόνο για τον Ήλιο.
Όσο κι αν την πλησίαζαν τα αστέρια, εκείνη τους τραγουδούσε για την Έκλειψη.
Μέχρι που την λυπήθηκε ο Θεός. Την άφησε να ξυπνήσει νωρίτερα και να βγει στον ουρανό.
Έβαλε την καλύτερη της φορεσιά και πήρε τον δρόμο του ουρανού.
Δεν την ένοιαξε στιγμή που η λάμψη της καθόλου δεν φαινόταν απέναντί του. Της έφτανε που τον κοιτούσε.
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και πάγωσαν τον χρόνο.
Έμειναν εκεί ασάλευτοι στην ίδια ακριβώς ευθεία. Κι ο Δημιουργός, που με τα μάτια της αγάπης μόνο βλέπει, τους άφησε.
Μέχρι να βρει τον τρόπο να τους κάνει Ένα, Αιώνια.