Θέλετε να σας μπερδέψω λίγο; Όταν κάποιον τον έχουμε δεν ξέρουμε αν τον θέλουμε κι όταν ξέρουμε ποιον ή τι θέλουμε δεν το έχουμε.
Δεν είναι λίγες οι στιγμές στη ζωή μας που βρισκόμαστε σε σύγχυση σχετικά με το πώς πρέπει να αντιδράσουμε, τι αποφάσεις πρέπει να πάρουμε και τελικά αν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θέλουμε εν τέλει να κάνουμε.
Πόσες φορές δεν βρεθήκατε αντιμέτωποι με μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ερωτήσεις και η απάντηση σας ήταν ένα στερημένου ενδιαφέροντος «θα δούμε». Ένα «θα δούμε» λοιπόν και το μέλλον μοιάζει βάραθρο αυτόματα.
Πίστευα πως ποτέ δεν είχα αμφιβολία για το τι πραγματικά ήθελα. Κι αν κάτι με δυσκόλευε στο να αποφασίσω άφηνα το χρόνο να μου δείξει.
Έλα όμως που όταν μπλέκεται το συναίσθημα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Δε μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους που δε ξέρουν τι θέλουν από κάποιον. Τι θα πει «δε ξέρω». Άμα δε μπορείς να το προσδιορίσεις, ζωγράφισέ το μου, θα είναι πιο ειλικρινής μια ζωγραφιά από αόριστες απαντήσεις.
Εσύ, μαζί σου το χάος ήταν προδιαγεγραμμένο, βλέπεις το τι ήθελα ήταν μυστήριο όχι μόνο για εσένα αλλά και για εμένα την ίδια.
Το βλέμμα μου πλανήθηκε στο χώρο και σαν τον Σκρατ από την Εποχή των παγετώνων με το καρύδι, τα μάτια μου κόλλησαν πάνω σου. Η έλξη απότομη και τα μάτια μου δεν αποκολλήθηκαν από εσένα.
Τότε σε άκουσα να μιλάς. Η φωνή σου καθόρισε την εξέλιξη μας, γεμάτη σιγουριά και γοητεία, έκρυβε ένα πάθος και ένα μυστήριο ταυτόχρονα.
Και τότε ήρθε η επίγεια κόλαση.
Ακόμα δεν ήξερα τι ήθελα, όχι το σκοτάδι συνέχισε να επικρατεί. Ήμουν όμως σίγουρη για ένα πράγμα κάτι με τραβούσε σε εσένα και εγώ θα το ανακάλυπτα.
Δεν μου επέτρεπα να με αποπροσανατολίζεις με τις μυστήριες μαγικές κινήσεις που έκανες και φυλάκιζες τις σκέψεις του μυαλού μου.
Ό,τι και αν είχε συμβεί έπρεπε να προσδιοριστεί, γιατί αν μη τι άλλο είμασταν και στην ίδια σχολή. Σε πετύχαινα κάθε μέρα σε διάφορα μαθήματα, στο κυλικείο, η παρουσία σου είχε περάσει στην καθημερινότητα μου και εγώ ανίκανη πια να σταματήσω να σε παρατηρώ απλά σε συνήθισα χωρίς να χάσω το ενδιαφέρον μου όμως.
Η φωνή σου χαραζόταν όλο και πιο βαθιά στο μυαλό μου με κάθε τυπικό γεια που ανταλλάσσαμε τυχαία στους διαδρόμους ή ακόμα κι όταν μιλούσες μέσα στα μαθήματα.
Όμως ήρθε εκείνη στιγμή που βρεθήκαμε σε κοινή παρέα μια μέρα και τότε εκείνη η φωνή μου απεύθυνε το λόγο και με παιχνιδιάρικο ύφος ρώτησες « εσείς δεσποινίς από πού είστε;»
Πάγωσα, νόμιζα πως όλα αποκαλύφθηκαν, πως όλα με πρόδωσαν για εσένα στα μάτια μου, στην ταραχή που ένιωθα, ακόμα και στην ανάσα μου, όμως εσύ ήσουν άνετος να με φλερτάρεις και να παίξεις.
Όμως η ζωή δεν είναι δίκαιη και μέσα σε όλα έμαθα πως είχες σχέση εκείνο τον καιρό, ωραίο το φλερτ μας αλλά πάνω που εγώ επιτέλους έμαθα τι ήθελα εσύ ήσουν αλλού.
Και τότε το αναπάντεχο μέσα στις διακοπές του καλοκαιριού αποφάσισα να σε ξανά αναζητήσω μετά από εκείνη την μοναδική μέρα που μιλήσαμε.
Ένα add στο Facebook και το timing επιτέλους κατάλληλο το αποδέχτηκες.
Έστειλες πρώτος με πρόφαση σημειώσεις για την εξεταστική όμως η επικοινωνία συνεχίστηκε πολλές μέρες καθημερινά, μέχρι που πια ήσουν μέσα στο πρόγραμμα της μέρας. Γύρισα στη σχολή για τις εξετάσεις και τότε μου ζήτησες να βγούμε ραντεβού.
Όμως δεν ήξερα αν ήθελα τώρα, ήταν που είχες χωρίσει πρόσφατα ήταν που δεν ήξερα τι θέλεις, ήταν που εσύ δεν ήξερες τι ήθελες. Και τότε τα συναισθήματα μπερδεμένα , ανυπέρβλητα τα εμπόδια.
Κι όμως όλα άλλαξαν όταν ένα βράδυ ήρθες κάτω από το σπίτι μου και μου ζωγράφισες σε ένα χαρτί δυο ανθρωπάκια και ένα συννεφάκι που έλεγε «θέλεις να μην ξέρουμε τι θέλουμε αλλά να είμαστε μαζί;»