Μου έμαθες πως είναι να αγαπάς και τώρα με αφήσες μόνο να παλεύω…
Γράφει ο Νικήτας Αναγνώστου.
Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα;
Το θυμάσαι! Δεν μπορεί να μην το θυμάσαι.
Κανείς μας δεν ήξερε πόσα θα σήμαινε εκείνο το απόγευμα της Κυριακής.
Εκείνη η περίεργη ώρα μεταξύ του ήλιου που βυθιζόταν στην θάλασσα και της νύχτας που ξεκίναγε.
Τίποτα δεν φώναζε εκείνη την στιγμή λέξεις βαριές και αισθήματα ανεξίτηλα στο χρόνο.
Ούτε η πρώτη ματιά ήταν μαγική, ούτε εμείς είμασταν διατεθειμένοι να παραδώσουμε τις ψυχές μας «εδώ και τώρα».
Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα, ένα «χαίρω πολύ» σαν όλα τα άλλα, μια χημεία που από την πρώτη χειραψία κάτι είχε και μια έμφυτη αντιπάθεια που ένιωσα από την αρχή!
Αντιπάθεια νόμιζα πως ήταν βασικά, δεν ήξερα πως ήταν ο έρωτας στην πιο επιθετική μορφή του.
Εγωιστές κι οι δυο, ισχυρογνώμονες κι οι δυο, κόντρα στην κόντρα και οι δυο, κανείς να μην κάνει πίσω ούτε βήμα.
Όταν ήθελες κάτι δεν σταμάταγες μέχρι να γίνει δικό σου κι εγώ δεν ήξερα πώς να σε χειριστώ.
Είχα μάθει να χειρίζομαι γατούλες, ψευτοναζιάρες, drama queens, την ευθύτητά σου όμως δεν ήξερα να την αντιμετωπίσω.
Κι όσο δεν μπορούσα να σε χειριστώ δεν ήξερα πώς να σε αντιμετωπίσω. Δεν ήξερα πώς να σου πω αυτό που δεν ήξερα καν ότι νιώθω.
Παιχνίδι του μυαλού και ισορροπία της ψυχής και μια πρόκληση στον πιο αδύναμο να πέσει. Να δοθεί. Να παραδοθεί.
Συζητήσεις μέχρι το ξημέρωμα, γενικό κι αόριστο, λέξεις φορεμένες και κουστουμαρισμένες, καλά προβαρισμένες για να μην μου ξεφύγει και σου πω την αλήθεια μου.
Μαζί σου όλα ήταν αλλιώς. Μαζί σου όλα ήταν καινούρια.
Συμπαθούσες και το έδειχνες. Αντιπαθούσες και το έδειχνες.
Δίπλα σε όλους, μην τυχόν και σε χρειαστεί κάποιος και δεν είσαι εκεί.
Το μυαλό σου με συνάρπαζε, το χαμόγελό σου με ταξίδευε, ο χαρακτήρας σου με μαγνήτιζε.
Κι εγώ να ψάχνω να βρω την παγίδα, το λάθος, την τρύπα και να μην τα βρίσκω.
Κι όσο δεν τα έβρισκα ο εγωισμός μου θέριευε και δεν δεχόμουνα πως ήσουν αυτό που έβλεπα.
Σου έκανα επιθέσεις, κλεινόμουνα, σε αδικούσα κι εσύ χαμογελούσες και περίμενες να «μου περάσει».
Χάλαγα μόνος μου την τελειότητα της χημείας μας.
Έριχνα νερό στην φωτιά μας για να δω αν θα ξανανάψει.
Μας δοκίμαζα κι εσύ άντεχες. Κι όσο άντεχες, έκανα σχέδια για την συνέχεια, για την ζωή μας.
«Ίσως κάποιοι άνθρωποι όσο κι αν αγαπηθούν να μην είναι γραφτό να ζήσουνε μαζί. Ήξερα πως θα είναι δύσκολο αλλά δημιουργείς ένα αδιέξοδο κι εγώ δεν έμαθα να ζητάω.»
Ήταν το τελευταίο που ξέρω για σένα.
Σε αναζήτησα και ας ήξερα πως ήταν ανώφελο.
Μου λείπεις.
Τα γέλια μας, οι καβγάδες μας, το φιλί μας, τις αγκαλιές μας, τα μάτια σου…
Μου λείπεις και η μυρωδιά σου από το μαξιλάρι μου έχει αρχίσει να ξεθυμαίνει.
Moυ έμαθες πώς είναι ν’αγαπάς και να ερωτεύεσαι και τώρα, δεν ξέρω να ζω χωρίς εσένα.
Γύρνα..
LoveLetters