Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Ξένη. Παρείσακτη. Πεταμένη σακούλα η ψυχή στο τέλος ενός δρόμου χωρίς όρια. Παρείσακτη η ψυχή, κομμένη σε χίλια κομμάτια, σπασμένη, χιλιοπονεμένη.
Ανελέητα τη χτυπάει η βροχή εκεί στην άκρη και αυτή έχει λουφάξει. Δεν βρίσκει άκρη, δεν βρίσκει ζεστασιά. Είναι κρύα. Πονάει και κρυώνει. Λιώνει μέρα με τη μέρα η ψυχή.
Ανάθεμα τους ήλιους που περίμενε να βγουν να τη φωτίσουν, να τη ζεστάνουν, δεν έγινε τίποτα τελικά. Έμεινε μια παλέτα που ξεθώριασαν τα χρώματα.
Έμεινε ένας κήπος με μαραμένα λουλούδια. Τίποτα ένα κενό. Εκείνο το κενό που δεν ρωτάει, απλά έρχεται σαν μια κουκίδα, φωλιάζει μέσα σου και με τον καιρό μεγαλώνει. Δεν τα πάει καλά με τίποτα, κατατρώει όλα τα όμορφα και μεγαλώνει.
Γίνεται τεράστια, τεράστιο κενό, μαύρο σαν το σκοτάδι και δεν φεύγει. Θέλει ζεστασιά η ψυχή, θέλει αγάπη για να μπορέσει. Και εκεί στην άκρη που στην πέταξαν δεν θα τη βρει. Πως να αντέξει, πως να σηκωθεί. Δεν θα μπορέσει. Κρυώνει, λιώνει, πετρώνει και χάνεται.
Στο τέλος η ψυχή χάνεται. Είναι κενή, μαύρη και χάνεται.
Δεν μένει τίποτα να θυμίζει εκείνες τις ανέμελες μέρες κάτω από το φως του ήλιου. Τώρα μόνο κρύο, σκοτάδι παγωνιά.
Γιατί η ψυχή αντέχει πολλά, αλλά έχει και όρια.