Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
Όλα χωριστά τα ζούμε πλέον. Σαν λουλούδια που ξεριζώθηκαν βίαια από την εύφορη γη και παλεύουν να επιβιώσουν, μέσα σε ένα κρυστάλλινο κρύο βάζο.
Σαν το νερό που αποκόπηκε από τη μάνα θάλασσα, προσπαθώντας νέα λιμάνια για να φτιάξει, μα στο τέλος απέμεινε λίμνη ακίνητη, για να ξεραίνεται στον ήλιο, μέχρι αλάτι να απομείνει πικρό, να καίει την γλώσσα.
Σαν εκείνες τις ακτίνες του ζωογόνου ήλιου, που τρύπωσαν σε ανήλιαγα υπόγεια, προσπαθώντας να φωτίσουν καινούργιους θησαυρούς, μα στο τέλος εγκλωβίστηκαν σε σκοτεινούς διαδρόμους, χάνοντας την λάμψη τους και την ενέργεια τους.
Όλα χωριστά τα ζούμε πια αγάπη μου. Εμείς που λέγαμε εκείνα τα μεγάλα “μαζί για πάντα” καταλήξαμε στα μικρά “βολέψου και σήμερα”.
Σε χωριστά κρεβάτια εξαντλούμε τους πόθους μας, αναζητώντας άδικα την αίγλη του παρελθόντος και αυτή να μας κοροϊδεύει ειρωνικά.
Σε χωριστά τραπέζια – γεμάτα θόρυβο – ψάχνουμε τις αλήθειες μας, ενώ τη σιωπή των ματιών αγαπούσαμε, που δεν χρειαζόταν καμία επιβεβαίωση.
Σε χωριστές αγκαλιές, που δεν μπορούν να γαληνέψουν τους δαίμονες που αλυχτούνε. Δεν μπορούν να κάψουν το κορμί, να σαρώσουν τις αισθήσεις, να γιατρέψουν τη δίψα που μας πνίγει. Κι απλά χαρίζουν χλιαρές νότες ευχαρίστησης, σε περαστικούς επισκέπτες.
Όλα χωριστά τα ζούμε πια αγάπη μου, αφού βάλαμε τον εγωισμό μας πάνω από την αγάπη. Αφού στο πιο κρίσιμο σημείο, επιλέξαμε να λιποτακτήσουμε, αντί να πολεμήσουμε με νύχια και με δόντια.
Αφού θάψαμε με θυμό, τις σειρήνες που ούρλιαζαν μέσα μας κι αφήσαμε να μας κερδίσει μια ουτοπική ενδεχόμενη πρόοδος και ευτυχία, που δεν ήρθε ποτέ.
Θαμπωθήκαμε από τα εξωτερικά φώτα και σβήσαμε τα φώτα της ψυχής μας.
Μόνο οι καρδιές μας δεν μπόρεσαν να χωρίσουν. Έμειναν εκεί, άρρηκτα δεμένες για πάντα. Η μία μέσα στην άλλη, να βασανίζουν και να βασανίζονται, δίχως ποτέ πια να χτυπήσουν ξανά μαζί.