Να γίνεσαι η ηρεμία μου, μέσα στην καταιγίδα!
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Έχουμε μετρήσει ανθρώπους κι ανθρωπάκια.. Και οι δυο μας.
Αφήσαμε να αλωνίσουν στην ζωή μας διάφοροι τέτοιοι. Κι εμείς μείναμε να τους παρατηρούμε.
Άλλοι περπάτησαν με σεβασμό, άλλοι με έπαρση.
Άλλοι πίστεψαν πως μπορούσαν να μας διαλύσουν κι άλλοι έκαναν τις ψευδαισθήσεις τους πραγματικότητα και νόμιζαν πως μπορούν να μας παίξουν.
Εμάς.
Κι εμείς, κοιτάγαμε τους ανθρώπους να μένουν και τ’ ανθρωπάκια να αποχωρούν ένα ένα μόνα τους.
Κανέναν δεν διώξαμε είναι η αλήθεια.
Εμείς απλά τη στιγμή που χρειαζόταν, ξανασυστηνόμασταν.
Βλέπεις εμείς οι δυο κουβαλάμε ο καθένας ρωγμές και σημάδια.
Και δεν τα κρύψαμε ποτέ.
Εμείς οι δυο δεν είχαμε τίποτα εύκολο στην ζωή μας.
Μόνο που στα δύσκολα, στα απάλευτα, εμείς βουτήξαμε μέσα και τα κάναμε δικά μας και αυτά. Τα κατακτήσαμε, δεν μας κατακτήσανε.
Και κάθε που κάποιος γελιόταν και νόμιζε πως οι ρωγμές μας είναι τέτοιες που με ένα χτύπημα θα μπορούσαμε να σπάσουμε, εμείς χαμογελάγαμε ήρεμα και περιμέναμε να καταλάβει πως κάθε χτύπημα εμάς μας δυνάμωνε. Μας έκανε ακόμα πιο δυνατούς.
Κι όπως μας πήρε ο ύπνος αγκαλιά στον καναπέ, με κάθε σου ανάσα εγώ ηρεμώ.
Ναι, μπορεί οι πράξεις σου να φωνάζουν αγάπη και τα αγγίγματά σου να κραυγάζουν έρωτα, μπορεί τα ανείπωτα να βρίσκουν διέξοδο μέσα από ματιές και σιωπές, όμως αυτό που δεν ξέρεις, αυτό που δεν σου λέω ποτέ, είναι το πόσο με ηρεμείς..
Είναι το πόσο γαληνεύεις τις αντάρες μου.
Ναι, είσαι εκείνος που ακουμπάω όταν είμαι κουρασμένη από τις μάχες μου.
Εκείνος που ψάχνω τα χέρια του όταν θέλω να κλείσω τον κόσμο απ’ έξω.
Εκείνος που με δυο λέξεις και δυο κινήσεις του παίρνει μακριά όλα εκείνα που ασχήμυναν την μέρα.
Κι όταν κουράζομαι να μετράω συμπεριφορές κι ανθρώπους, όταν σου ψιθυρίζω πόσο με κούρασαν οι περαστικοί, γίνεσαι το καβούκι μου και με κλείνεις μέσα να ξεκουραστώ.
Να δυναμώσω. Να πιστέψω ξανά.
Είσαι η λευκή τελεία μου μέσα στο μαύρο. Είσαι η ισορροπία μου.
Είσαι ο τρόπος μου να απαντάω στην ζωή πως δεν την φοβάμαι.
Δεν με τρομάζει. Γιατί ξέρω πως μαζί σου μπορώ να πολεμήσω τα πιο άσχημα τέρατα, τα ανθρωπάκια.
Είσαι η θάλασσα που ξεπλένω μέσα της κάθε πληγή μου.
Και ξέρω πως όταν χρειαστεί, γίνεσαι η θάλασσα που θα πνίξει κάθε πόνο μου.
«Κράτα με» σου λέω.
Κράτα με, να νιώθω πως είσαι εδώ.
Κράτα με, δεν χρειάζομαι υποσχέσεις και μεγάλα σχέδια.
Χρειάζομαι το τώρα, το παρόν. Γιατί ξέρω πως μέσα από το τώρα εμείς μάθαμε το «μαζί» και το «για πάντα».
Απ’ όλα τα μαθήματα που μου έμαθε ο τρόπος που μ’ αγαπάς, απ’ όλα τα μαθήματα που σου έμαθε ο τρόπος που σ’ αγαπάω, το πιο σημαντικό, είναι εκείνο που δεν θα καταλάβει ποτέ, κανένας ξένος.
Εμείς, μάθαμε να λύνουμε τα πάντα με μια αγκαλιά κι ένα φιλί.
Εμείς, μάθαμε ότι κι αν έχει γίνει, να αποκοιμιόμαστε μαζί.
Εμείς, μάθαμε να μετράμε ανθρώπους κι ανθρωπάκια και στο τέλος, να γελάμε. Μαζί.
Εμείς, μάθαμε πως το «μαζί» σημαίνει να ηρεμεί ο ένας τον άλλο.
Εμείς, μάθαμε να περπατάμε στις καταιγίδες χωρίς ομπρέλα. Να βρεχόμαστε μέχρι το τελευταίο κύτταρό μας.
Εμείς, μάθαμε «μαζί» να γαληνεύουμε ακόμα και την πιο ανταριασμένη θάλασσα.
Γιατί εμείς, μαζί, είμαστε ένα ενωμένο μαζί. Και αυτό μαζί μας κάνει ανίκητους.