Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Είναι και κάτι στιγμές που δεν θες τίποτα και κανέναν. Είναι και κάτι στιγμές που δεν αντέχεις ν’ ακούς, να βλέπεις, να νιώθεις. Είναι και κάτι στιγμές που ακόμη κι εσύ ο ίδιος, σου είσαι βάρος.
Αισθάνεσαι να πνίγεσαι, ν’ ασφυκτιάς, να βυθίζεσαι. Το οξυγόνο λιγοστεύει, το φως σβήνει, οι αντοχές στερεύουν. Δεν μπορείς καν να κλάψεις πια.
Συνεχίζεις να προχωράς, μα το φως που σου είχαν υποσχεθεί στην άκρη του τούνελ, δεν φαίνεται πουθενά. Κρατάς σφιχτά τον μίτο, μ’ ακούς την Αριάνδη να σου γελά περιπαιχτικά. Δαιδαλώδεις, σκοτεινοί διάδρομοι κι εσύ τους περπατάς στα τυφλά, με την ελπίδα στην ψυχή σου να τρεμοσβήνει. Κι είναι κι αυτές οι φωνές που σου ουρλιάζουν πως είσαι δυνατός, πως θα τα καταφέρεις, πως δεν σε φοβούνται εσένα, που ηχούν κοροϊδευτικά στ’ αυτιά σου…
Θα την βρεις την άκρη; Θα φανεί το φως; Θα προλάβεις πριν σβήσει η ελπίδα μέσα σου; Κι αυτά τα μάτια που έχουν πια στερέψει, θα καταφέρουν κάποτε να χαμογελάσουν;
Ίσως υπάρχουν πολλά ακόμη σκοτάδια να περπατήσεις, ίσως υπάρχουν πολλοί ακόμη διάδρομοι να χαθείς μέσα τους, ίσως υπάρχουν πολλά αδιέξοδα να καθυστερήσουν τον δρόμο σου. Ίσως περάσει καιρός, μα να θυμάσαι πως όσο συνεχίζεις, κάπου υπάρχει το φως. Ίσως περάσει καιρός, μα να θυμάσαι πως όσες φορές κι αν χαθείς, θα έχεις πολλές ακόμη ευκαιρίες να βρεις τον δρόμο, αρκεί να μην τα παρατήσεις. Ίσως περάσει καιρός, μα να θυμάσαι πως αν δεν έρθει το τέλος, τίποτα δεν έχει τελειώσει…