Να μετράς τις μέρες με γέλια, μπάνια και γρατζουνιές
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
«Είσαι αλλιώτικη εδώ μαμά..»
«Πώς αλλιώτική παιδί μου;»
Έχουν μια ειλικρίνεια τα παιδιά που δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς μπροστά της.
Μια ειλικρίνεια ψυχής που δεν μπορείς να την χαλιναγωγήσεις. Από την στιγμή που θα αποφασίσουν να βάλουν σε λέξεις την σκέψη τους θα πρέπει να είσαι έτοιμος να τα ακούσεις όλα.
Άλλα θα είναι χάδι και βάλσαμο κι άλλα θα είναι μικρά αγκάθια που θα σου τρυπήσουν την συνείδηση.
Κι ακριβώς επειδή είναι η άδολη αλήθεια τους που δεν την ξεστομίζουν από εγωισμό ή για να σε πληγώσουν, έχεις την δυνατότητα να βγάλεις το αγκαθάκι και να γιατρέψεις την πληγή.
Το νησί μας μπορεί να είναι ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα (και στα δικά μου μάτια το ωραιότερο τούτης της γης) αλλά το χωριό μας, είναι ένα από τα πιο ήρεμα μέρη που θα μπορούσε να βρει κάποιος.
Κι αν οι μνήμες είναι θησαυρός και κατάρα μαζί, από αυτό εδώ το μέρος, στην νοτιότερη άκρη της Κέρκυρας, έχω μόνο φυλαγμένους θησαυρούς. Θησαυρούς που για καιρό φύλαξα επτασφράγιστους και σήμερα ήρθε η ώρα να τους μοιραστώ με δυο μικρές παιδικές ψυχές.
«Τι είναι εκεί μαμά;»
«Ο παράδεισός μου αγάπη μου»
«Έχει όνομα ο παράδεισος;»
«Για μένα, έχει.. τον λένε Λευκίμμη»
Δεν μπορείς να βάλεις λέξεις για να περιγράψεις τον παράδεισο. Μόνο τις μνήμες σου μπορείς να του φορέσεις και τις αισθήσεις σου.
Είναι το καρδιοχτύπι που νιώθεις φτάνοντας. Είναι η λύπη φεύγοντας.
Είναι οι μυρωδιές που στο φέρνουν στο μυαλό στις πιο ανύποπτες στιγμές.
Είναι οι άνθρωποι που γαληνεύουν το μέσα σου.
«Και γιατί είσαι αλλιώτικη εδώ;»
Γιατί πάντα ήμουν αλλιώτικη εδώ.
Γιατί εδώ, με το που φτάναμε με τα ξαδέρφια μου, ξεχυνόμασταν στους δρόμους.
Γιατί εδώ ο χρόνος μέτραγε με το πριν και το μετά από την θάλασσα.
Τα πράγματα που θα κάναμε πριν την θάλασσα κι εκείνα που θα κάναμε μετά.
Οι μέρες μέτραγαν με παγωτά και σημάδια από τα κουνούπια (νομίζω πως έχω ακόμα μερικά..)
Ξηπώλητοι, χωρίς να μας νοιάζει τίποτα.
Και τα βράδια, όλοι καθισμένοι στην αυλή να φτιάχνουμε πατάτες και αυγά.
Μα κάθε βράδυ…;;
Δεν είχε σημασία πόσες θα ήταν οι μέρες που θα μέναμε (κι ευτυχώς μετριόντουσαν σε μήνες..) όμως ποτέ δεν ήταν αρκετές. Κάθε φορά, οι τελευταίες μέρες είχαν δάκρυα κι υποσχέσεις για γρήγορη επιστροφή.
Κάθε μέρα όμως έσβηνε πολλές, πάρα πολλές μιασμένες από την πόλη.
«Και γιατί εδώ δεν είσαι…»
«Πώς δεν είμαι αγάπη μου;»
«Στριμμένη. Και δεν λες συνέχεια πρόσεχε»
Γιατί τούτα τα δρομάκια τα χω περπατήσει κι εγώ αγάπη μου.
Και σαν ξεχασμένα από το χρόνο, εδώ νιώθω πως είστε ασφαλή.
Γιατί εδώ έχω παίξει, έχω ματώσει, έχω ξεχάσει «πρέπει» και «μη» κι έχω γελάσει σαν να μην υπήρχε αύριο.
Κρυφτό και αμπάριζα, κυνηγητό και μήλα.. τρεχαλητά και γέλια και καβγάδες που τελείωναν με ένα παγωτό!
Μάγουλα κατακόκκινα και ιδρωμένες φάτσες.
Και νερό από το λάστιχο να παγώνει και το τελευταίο κύτταρο.
«Γι’αυτό μας αφήνεις κι εμάς;»
Ναι αγάπη μου.
Γι’αυτό εδώ σας αφήνω χωρίς την υστερία της Αθήνας.
Χωρίς αγχωμένα «πρόσεχε» και υστερικά «μη».
Θέλω να παίξετε μέχρι να νυχτώσει και τα μάτια σας να πονάνε από την νύστα.
Θέλω να τρέξετε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα.
Θέλω να κάτσετε στην θάλασσα μέχρι να γίνουν τα χέρια σας αγνώριστα και ροζιασμένα.
Θέλω να γελάτε δυνατά, χωρίς να σας νοιάζει τίποτα.
Θέλω να μετρήσετε σημάδια και γρατζουνιές και να μάθω με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το βράδυ πώς έγινε το καθένα από αυτά.
Μέχρι τα μάτια σας να κλείσουν και να αποθηκεύσει το υποσυνείδητό σας όλα εκείνα που θα καταστήσουν τον παράδεισό μου, παράδεισό σας.
Κι εγώ, θα σας κοιτάω αποκαμωμένα και το δώρο μου για την ζωή σας, θα είναι αυτό… ένας παράδεισος.
«Μαμά, γιατί δεν μένουμε για πάντα εδώ; Είσαι ωραία αλλιώτικη εδώ..»
Αυτή η ερώτηση απαντιέται μόνο με ένα χαμόγελο…
Προς το παρόν..
LoveLetters